“Από την πρώτη στιγμή πρότειναν στην Εύα Καϊλή να δηλώσει ένοχη προκειμένου να αποφυλακιστεί και έτσι να μπορέσει επιτέλους να ξαναβρεί την κόρη της” αναφέρει η Corriere della Sera επικαλούμενη τους δικηγόρους της.
“Με την ίδια ειλικρίνεια και αποφασιστικότητα με την οποία είχε υποστηρίξει στον προθάλαμο του δικαστηρίου των Βρυξελλών ότι η μεταχείριση της Εύας Καϊλή μετά τη σύλληψή της ήταν μεσαιωνικό “βασανιστήριο”, τώρα ο Έλληνας δικηγόρος Μιχάλης Δημητρακόπουλος εξαπολύει μια νέα, βαριά κατηγορία κατά της βελγικής δικαιοσύνης” σημειώνει το δημοσίευμα.
Η ίδια πάντα δήλωνε εξ αρχής την αθωότητά της, για το σκάνδαλο QatarGate, λέγοντας στην αστυνομία και στον ανακριτή ότι δεν γνώριζε τίποτα για τις σχέσεις του Παντσέρι και του συζύγου της. Επανέλαβε επίσης ότι δεν γνώριζε μέχρι την ημέρα της σύλληψης ότι στο σπίτι τους υπήρχαν 750.000 ευρώ σε μετρητά, 600.000 από τα οποία βρέθηκαν από την αστυνομία στην τσάντα που κρατούσε ο πατέρας της.
“Παρά το γεγονός ότι η απομάκρυνση από το παιδί της είναι το μεγαλύτερο ψυχολογικό βασανιστήριο, δεν δέχτηκε να ομολογήσει κάτι που δεν έκανε”, λέει ο δικηγόρος της κ. Δημητρακόπουλος, σημειώνει η Corriere della Sera.
Η πρώην αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου “δεν θέλει η κόρη της να κληρονομήσει το στίγμα μιας μητέρας που ήταν διεφθαρμένη πολιτικός, γιατί αυτό δεν είναι αλήθεια”, συνεχίζει ο δικηγόρος. “Με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό της, η Εύα Καϊλή έδωσε μάχη στην αίθουσα του Συμβουλίου, λέγοντας ξεκάθαρα λόγια με αξιοπρέπεια και παρέχοντας συγκεκριμένα επιχειρήματα για να αφεθεί ελεύθερη, χωρίς να προσπαθεί να συγκινήσει κανέναν, αλλά μόνο να τους πείσει για την αθωότητά της”.
Παρ’ όλα αυτά, έτρεμε καθώς διηγήθηκε στον δικαστή τα βασανιστήρια που υπέστη, όχι στη φυλακή, αλλά στο κελί της αστυνομίας. “Αυτό που βίωσε θυμίζει την ταινία Midnight Escape, αλλά δυστυχώς αυτό συμβαίνει στο κέντρο της Ευρώπης”.
Ο Έλληνας δικηγόρος είναι έτοιμος να ανεβάσει τη νομική μάχη ψηλότερα, σύμφωνα με το δημοσίευμα: “Την επόμενη εβδομάδα θα προσφύγουμε στο Ανώτατο Δικαστήριο. Όταν κάποιος συλλαμβάνεται, προστατεύεται αμέσως από το νόμο. Αναρωτιέμαι αν αυτό συνέβαινε και στις Βρυξέλλες;”.