Μετωπικά συγκρούεται πλέον η κυβέρνηση με τον επικεφαλής της ΑΔΑΕ μετά την απόφασή του να στείλει επιστολές με τα στοιχεία της έρευνας σε πολιτικούς αρχηγούς, πρόεδρο Βουλής και υπ. Δικαιοσύνης.
Σε ανακοίνωσή του ο Γ. Οικονόμου υποστηρίζει πως «υπήρχαν εδώ και καιρό πολλαπλές ενδείξεις» ότι «έχει «μετατρέψει την ανεξαρτησία της Αρχής, της οποίας προΐσταται, σε περίεργη προνομιακή σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Πρόεδρό του. Παράλληλα επιμένει ότι δεν έχει περιέλθει κανένα στοιχείο σε γνώση του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης.
Η ανακοίνωση έχει ως εξής:
«Η Κυβέρνηση, από τον Αύγουστο, πήρε θέση διαυγή και σταθερή στο ζήτημα των επισυνδέσεων: απέδωσε άμεσα πολιτικές ευθύνες και ανέλαβε πρωτοβουλίες θεσμικής θωράκισης των οργάνων της Πολιτείας, της ΕΥΠ προεξαρχούσης. Παράλληλα, στηρίζει απροϋπόθετα και συνδράμει ενεργά, μέσω των δημοσίων αρχών, την ελληνική Δικαιοσύνη στο έργο που έχει αναλάβει για την πλήρη διαλεύκανση κάθε πτυχής της υπόθεσης.
Οι επισυνδέσεις αυτές, κατηγορηματικά, δεν ήταν σε γνώση του Πρωθυπουργού και της Κυβέρνησης. Καμιά ενημέρωση και κανένα στοιχείο δεν περιήλθε ποτέ σε γνώση του Πρωθυπουργού και της Κυβέρνησης. Η Δικαιοσύνη επιβάλλεται να φέρει γρήγορα στο φως την πραγματική διάσταση της υπόθεσης αυτής και ποια ρυπαρά δίκτυα διοχέτευαν προνομιακά και συστηματικά υλικό και πληροφορίες σε συγκεκριμένους μηχανισμούς. Ρυπαρά δίκτυα που, προσπαθώντας με τυφλό μένος να πλήξουν την Κυβέρνηση, δρουν τελικά σε βάρος της Πατρίδας.
Πάμε τώρα και στα υπόλοιπα.
Μια δημοκρατία είναι ισχυρή όταν όλοι σέβονται το Σύνταγμα και τους νόμους. Η Ελλάδα είναι δημοκρατικό κράτος δικαίου και κανείς δεν ίσταται υπεράνω των νόμων, ούτε δικαιούται να τους ερμηνεύει κατά το δοκούν.
Όσον αφορά την επιλογή του προέδρου της ΑΔΑΕ να μετατρέψει την ανεξαρτησία της Αρχής, της οποίας προΐσταται, σε περίεργη προνομιακή σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Πρόεδρό του, υπήρχαν εδώ και καιρό πολλαπλές ενδείξεις.
Παραθέτουμε μια ενδεικτική σειρά γεγονότων.
• Κατά παράβαση σαφούς διάταξης νόμου, προσέφυγε στους παρόχους κινητής τηλεφωνίας για να ελέγξει τυχόν άρσεις απορρήτου, αν και η ΑΔΑΕ διατηρεί στα αρχεία της πλήρη φάκελο με τις διατάξεις του εισαγγελέα και θα μπορούσε να κάνει μία απλή διασταύρωση. Το κίνητρο, προφανώς, ήταν η δημιουργία εντυπώσεων και την πράξη του την επικρότησε ασμένως ο ΣΥΡΙΖΑ. Μάλιστα, αγνοήθηκε προκλητικά η γνώμη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αν και κατά το Σύνταγμα η διοίκηση συνολικά υπόκειται στη δικαστική λειτουργία.
• Επιπλέον, καθ’ υπέρβαση κάθε αρμοδιότητας και παρά τη σαφή Συνταγματική διάταξη, υποβλήθηκε αίτημα σε κοινοβουλευτική επιτροπή προκειμένου να παρασταθεί αυτοκλήτως ο Επικεφαλής της ΑΔΑΕ. Αμέσως, αγκάλιασε την πρωτοβουλία ο ΣΥΡΙΖΑ.
• Μπροστά στην πρόδηλη νομική αταξία αναγκάστηκε ο Επικεφαλής να προβεί σε αναδίπλωση.
• Κατά παράβαση κάθε έννοιας συλλογικής λειτουργίας, αγνοήθηκε συστηματικά η ολομέλεια της ΑΔΑΕ. Δεν υπήρξε απόφαση του οργάνου, αλλά μονάχα κρίση του Επικεφαλής της.
• Μολονότι υποβάλλονταν αιτήματα στη Βουλή, υπήρχε συχνή επικοινωνία με στελέχη και τον Αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ, “καταθέσεις” σε ευρωπαϊκά όργανα και αρθρογραφία, δεν επιδιώχθηκε ποτέ, επί τέσσερα σχεδόν χρόνια, επικοινωνία με τον Πρωθυπουργό. Δεν είναι φυσιολογικό, εάν κάποιος θεωρεί ότι υπάρχει -εάν θεωρούσε ότι υπάρχει- ζήτημα συνταγματικής παραβίασης, να συμπεριλάβει ανάμεσα στους συνομιλητές του τον Πρωθυπουργό, προκειμένου να τον καταστήσει κοινωνό;