Μπορεί η σύλληψή και η ποινική δίωξη βουλευτή που εμπλέκεται σε κρούσματα ρατσιστικής βίας να μην είναι δυνατή χωρίς προηγούμενη άδεια της Βουλής, πλην όμως οι αστυνομικές δυνάμεις μπορούν να παρεμποδίσουν «με τα συνήθη αποτρεπτικά μέσα» τη διάπραξη τέτοιου είδους πράξεων από εκπροσώπους του ελληνικού κοινοβουλίου.
Αυτό επισημαίνει η εισαγγελία του Αρείου Πάγου και ζητεί την εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας για τέτοιους είδους εγκλήματα από πολίτες. Παράλληλα, υπενθυμίζει ότι δεν απαιτείται άδεια της Βουλής όταν εκπρόσωπός της έχει διαπράξει αυτόφωρα κακουργήματα!
Σύμφωνα με την εγκύκλιο: «Το άρθρο 62 του Συντάγματος ορίζει ότι όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος ο βουλευτής δεν διώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε με άλλο τρόπο περιορίζεται χωρίς άδεια του Σώματος. Δεν απαιτείται όμως άδεια για τα αυτόφωρα κακουργήματα.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 54 ΚΠΔ, ακόμα και στις περιπτώσεις που χρειάζεται άδεια για τη δίωξη, μπορεί να ενεργηθεί ανάκριση για τη βεβαίωση του εγκλήματος και πριν χορηγηθεί η άδεια. Δεν επιτρέπεται μόνο να ενεργηθούν ανακριτικές πράξεις που θίγουν το πρόσωπο για τη δίωξη του οποίου χρειάζεται η άδεια. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τις πλημμεληματικές, έστω και αυτόφωρες, πράξεις του βουλευτή δεν επιτρέπεται η σύλληψή του καθώς και η ποινική δίωξή του χωρίς προηγούμενη άδεια της Βουλής.
Επιτρέπεται όμως η χωρίς άδεια διενέργεια κάθε ανακριτικής πράξεως που είναι αναγκαία για τη βεβαίωση του εγκλήματος εκτός αυτών που θίγουν το πρόσωπο του βουλευτή (πχ. δεν επιτρέπεται κλήση του για παροχή εξηγήσεων ή απολογία). Επιτρέπεται επίσης η φυσική παρεμπόδιση του επιτιθέμενου βουλευτή με τα συνήθη αποτρεπτικά μέσα, που εφαρμόζονται στους παρανομούντες κοινούς πολίτες, εκ μέρους των οργάνων της πολιτείας τα οποία έχουν την ευθύνη για την αποτροπή της διαταράξεως της δημόσιας τάξης και την πρόληψη των εγκλημάτων (Αστυνομία κλπ.).
Η εφαρμογή των ως άνω καθαρά αποτρεπτικών μέτρων σημειωτέον δεν συνεπάγεται περιορισμό της ελευθερίας του βουλευτή κωλύοντα την άσκηση των κοινοβουλευτικών του καθηκόντων, ούτε αποτελεί μομφή υπό την έννοια της ιδιαίτερης κοινωνικοηθικής αποδοκιμασίας και επομένως δεν εμπίπτει στην έννοια της σύλληψης, φυλάκισης, περιορισμού ή διώξεως κατά την έννοια του άρθρου 62 του Συντάγματος».