Η δημοσιοποίηση της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου της Κυβέρνησης, με την οποία εξομοιώνονται συνταξιοδοτικά οι υπάλληλοι της Βουλής με τους τακτικούς υπαλλήλους του Δημοσίου, προκάλεσε νέο κύμα φυγής.
Τουλάχιστον δέκα υπάλληλοι -μεταξύ των οποίων και υψηλόβαθμα στελέχη- έσπευσαν να υποβάλουν σήμερα αιτήσεις συνταξιοδότησης, αυξάνοντας τον συνολικό αριθμό όσων επέλεξαν τον δρόμο της αποχώρησης στους 52. Ο λόγος είναι ότι με την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου καταργείται η δυνατότητα των υπαλλήλων της Βουλής να βγουν στη σύνταξη έχοντας θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα το 2010, ενώ εκκρεμεί η ρύθμιση για την εξαγγελθείσα περικοπή των (διπλών) εφάπαξ που ελάμβαναν.
Πολλοί ήταν οι υπάλληλοι που επέλεξαν τον δρόμο της αποχώρησης στο άκουσμα των όσων δήλωσε ο Πρωθυπουργός κ. Αντ. Σαμαράς την βραδιά του προϋπολογισμού διερωτώμενος «αν είναι λογικό οι υπάλληλοι της Βουλής να παίρνουν εφάπαξ οκτώ φορές μεγαλύτερο απ’ αυτό των δημοσίων υπαλλήλων».
Το Μέγαρο Μαξίμου έχει ξεκαθαρίσει ότι ναι μεν το αυτοδιοίκητο της Βουλής (στο οποίο υπάγεται και το προσωπικό της) «δεν πρόκειται να παραβιαστεί» και θα «είναι απολύτως σεβαστό», ωστόσο, όπως κατέστησε σαφές ο Πρωθυπουργός, η Πολιτεία είναι αυτή που θα αποφασίζει για τα οικονομικά των υπαλλήλων του Κοινοβουλίου. «Όταν η χώρα είναι βυθισμένη σε ελλείμματα και όταν γίνονται περικοπές σε όλους, πώς είναι δυνατόν κάποιοι να εξαιρούνται;», είχε αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Σαμαράς.
Ήδη από την επομένη της ψήφισης του πολυνομοσχεδίου της κυβέρνησης και παρά το γεγονός ότι απεσύρθη η γνωστή τροποποίηση Στουρνάρα μετά τις σφοδρές αντιδράσεις των υπαλλήλων της Βουλής, αρκετοί ήταν εκείνοι -πολλοί εκ των οποίων υψηλόβαθμοι (διευθυντές ή προϊστάμενοι τμημάτων)- που κατέθεσαν στο γραφείο προσωπικού της Βουλής αιτήσεις συνταξιοδότησης. Υπολογίζεται ότι προ της προαναφερθείσας δήλωσης του κ. Σαμαρά είχαν κατατεθεί περί τις 20 αιτήσεις, ενώ την επομένη της πρωθυπουργικής εξαγγελίας για περικοπή των εφάπαξ, προσέτρεξαν τουλάχιστον άλλοι 20-22 υπάλληλοι, προκαλώντας «πονοκέφαλο» σε παράγοντες του κοινοβουλίου, οι οποίοι προσπαθούν να διαχειριστούν τα λειτουργικά κενά που θα προκύψουν εφ’ όσον υπάρξει μαζική φυγή ειδικά στελεχικού δυναμικού.
«Αδειάζουν» οι Διευθύνσεις της Βουλής
Είναι ενδεικτικό της κατάστασης που διαγράφεται ότι αιτήσεις συνταξιοδότησης έχουν υποβάλλει οι διευθυντές και οι προϊστάμενοι τριών Διευθύνσεων: Στενογραφίας και Πρακτικών, Οικονομικών Υπηρεσιών και Ανθρωπίνου Δυναμικού, που απειλούνται να μείνουν ακέφαλες. Ακόμα, και η πρόθεση μόλις τριών υπαλλήλων της στενογραφικής υπηρεσίας να συνταξιοδοτηθούν, προκάλεσε προβληματισμό στους ιθύνοντες, καθώς θεωρείται ότι «τα πράγματα είναι οριακά», ενώ την ίδια στιγμή οι 14 επιτυχόντες από τον διαγωνισμό που διενεργήθηκε μέσω ΑΣΕΠ το 2010 (επί προεδρίας Φ. Πετσάλνικου) για την πλήρωση 18 θέσεων στενογράφων, αναμένουν να προσληφθούν.
Με απόφαση του προέδρου της Βουλής η περικοπή τού εφάπαξ
Εν τω μεταξύ, δεν έχει διευκρινιστεί τι θα ισχύσει ακριβώς για τους αιτούντες υπαλλήλους της Βουλής, καθώς η διαδικασία βρίσκεται στην πρώτη φάση της, ενώ σε διάστημα πέραν των δυο εβδομάδων και μέχρι έναν μήνα, πρέπει να έχουν υποβάλλει και δεύτερη αίτηση, προκειμένου να οριστικοποιηθεί το αίτημα αποχώρησής τους. Αυτό που δεν έχει αποσαφηνιστεί είναι αν η αναμενόμενη ρύθμιση της κυβέρνησης για τις περικοπές στα εφάπαξ (σύμφωνα με πληροφορίες πιθανολογείται ότι θα υλοποιηθεί με απόφαση του Προέδρου της Βουλής Βαγγέλη Μεϊμαράκη) θα έχει αναδρομικό χαρακτήρα, οπότε σε αυτή την περίπτωση θα συμπεριλάβει κι αυτούς που αποχωρούν και επίσης τι θα ισχύσει στην περίπτωση που η ρύθμιση κατατεθεί πριν την προβλεπόμενη για όλο το Δημόσιο υποβολής της δεύτερης και οριστικής αίτησης αποχώρησης των ενδιαφερομένων. Σημειώνεται ότι από το 2009 έχουν αποχωρήσει περί τους 200 υπαλλήλους της Βουλής.
Υπάλληλοι Βουλής: «Δεν είμαστε οι μόνοι που λαμβάνουν διπλό εφάπαξ»
Την ίδια στιγμή, αρμόδιες πηγές του Κοινοβουλίου επισημαίνουν ότι το διπλό εφάπαξ που λαμβάνουν οι υπάλληλοι της Βουλής (ένα από το Δημόσιο και ένα από το Ταμείο Αλληλεγγύης Υπαλλήλων της Βουλής – ΤΑΥΒ) δεν είναι το μόνο (διπλό εφάπαξ) που λαμβάνουν υπάλληλοι του Δημοσίου (αναφέρουν ενδεικτικά την Τράπεζα της Ελλάδος, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας κ.ά.), και διαβεβαιώνουν ότι κυμαίνεται κατά μέσο όρο περί τις 100.000 – 110.000 ευρώ.
Σύμφωνα, μάλιστα, με τον γενικό γραμματέα της Βουλής Αθ. Παπαϊωάννου, ο μέσος όρος του εφάπαξ ανερχόταν το 2011 σε 106.000 ευρώ, ενώ το 2012 έφτασε τις 100.000 ευρώ. Αν ισχύουν αυτά για τον μέσο όρο, το βέβαιον είναι ότι δεν ισχύουν για τους υψηλόβαθμους υπαλλήλους, για τους οποίους τα πράγματα είναι πιο δυσάρεστα, καθώς σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς οι απώλειες από την περικοπή του διπλού εφάπαξ μπορεί να ξεπερνούν και τις 100.000 ευρώ, κάτι που σημαίνει ότι το εφάπαξ που λαμβάνει ένα στέλεχος του κοινοβουλίου μπορεί σήμερα να πλησιάζει ή και να υπερβαίνει τις 200.000 ευρώ. Είναι γεγονός, άλλωστε, ότι υπήρξαν υψηλόβαθμοι υπάλληλοι της Βουλής οι οποίοι έσπευσαν να αποχωρήσουν κατά την πρώτη φάση της οικονομικής κρίσης λαμβάνοντας εφάπαξ που ξεπερνούσαν τις 270.000 ευρώ, αν και παράγοντες της Βουλής επιμένουν ότι «αυτές οι περιπτώσεις δεν ξεπερνούν τα δάχτυλα του ενός χεριού».
Για «διάκριση» και «συστηματική δυσφήμισή τους» μιλούν οι υπάλληλοι της Βουλής
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με υπολογισμούς αρμοδίων κοινοβουλευτικών παραγόντων, η ρύθμιση που περιέχεται στην Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου θίγει περί τους 100 υπαλλήλους της Βουλής, οι οποίοι έχουν κατοχυρώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα το 2010 και που αν δεν αποχωρήσουν από την υπηρεσία μέχρι το τέλος του έτους θα αναγκαστούν να δουλεύουν για πέντε με δέκα χρόνια επιπλέον εξαιτίας της αύξησης των ορίων συνταξιοδότησης, ενώ η σύνταξή τους θα μειωθεί αυτομάτως κατά περίπου 20%.
Μάλιστα οι υπάλληλοι της Βουλής αμφισβητούν την νομιμότητα της όλης διαδικασίας και δηλώνουν ότι «θεσπίστηκαν μέτρα κατάργησης των συνταξιοδοτικών μας δικαιωμάτων». Σε ανακοίνωσή τους αναφέρουν: «Τα παραπάνω μέτρα αποτελούν συνέπεια της συστηματικής δυσφήμισης τόσο κατά της Βουλής όσο και κατά των υπαλλήλων της. Αυτές οι ενέργειες είναι προφανές ότι δεν συμβάλλουν στην εύρυθμη λειτουργία του Κοινοβουλίου, ούτε στην αναγνώριση των ιδιαιτεροτήτων και των ειδικών συνθηκών εργασίας των υπαλλήλων. Αποτελούν επίσης επικύρωση της διάθεσης ισοπεδωτισμού υπό το πρόσχημα της επίκλησης προνομίων και δήθεν ιδιαίτερης μεταχείρισης».
Και συνεχίζουν: «Αποτέλεσμα: Αθρόες και συνάμα ακούσιες αλλά ΄΄υποχρεωτικές΄΄ παραιτήσεις έμπειρων στελεχών του Κοινοβουλίου που είναι βέβαιο ότι θα επιφέρουν σοβαρό πλήγμα στην υποστήριξη του κοινοβουλευτικού έργου. Και βέβαια τα παραπάνω έρχονται ως επισφράγισμα μιας άνευ προηγουμένου επίθεσης σε συνδυασμό με ύβρεις, λοιδορίες και συκοφαντικούς ισχυρισμούς.
Είναι προφανές ότι παρά τις παραπάνω επιθέσεις και με δεδομένες τις μειώσεις αποδοχών μας έως 50%, η συνέχιση της προσφοράς των υπηρεσιών από τους υπαλλήλους της Βουλής στον ίδιο πάντα υψηλότατο ποιοτικά βαθμό δεν συγκίνησε πολλούς και κυρίως δεν σταμάτησε τους ποικιλόμορφους πολέμιους εναντίον μιας ομάδας υπαλλήλων με ανομολόγητο τελικά στόχο το ίδιο το Κοινοβούλιο.
Επιστέγασμα των παραπάνω είναι ότι καταλήξαμε ακόμα και σε μια δυσμενή διάκριση, ειδικά κατά των υπαλλήλων της Βουλής, το να μην ισχύει μόνο γι’ αυτούς ό,τι ισχύει για όλους τους άλλους υπαλλήλους του δημόσιο τομέα. Δηλαδή η διατήρηση των δικαιωμάτων για όσους είχαν θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα μέχρι 31.12.2010.
Οι ρυθμίσεις αυτές παραγνωρίζουν ότι οι υφιστάμενες αυτές διατάξεις δεν είχαν χαριστικό χαρακτήρα αλλά ανταποκρίνονται στις ιδιαίτερες συνθήκες εργασίας των υπαλλήλων της Βουλής. ΄Αλλωστε αντίστοιχες ρυθμίσεις έχουν διατηρηθεί και για άλλες κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων, προφανώς για τους ίδιους λόγους».
Και καταλήγουν: «Δηλώνουμε προς κάθε κατεύθυνση ότι θα αγωνιστούμε με όλες μας τις δυνάμεις για την προάσπιση των εργασιακών μας δικαιωμάτων, αγνοώντας την ψυχολογική βία που υφιστάμεθα, υπερασπιζόμενοι το κύρος και την αυτονομία του Κοινοβουλίου».