«Απόφαση εσφαλμένη, κοινωνικά άδικη και αυτοκαταστροφική για το Ευρώ και την Ευρωζώνη», χαρακτήρισε η αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Άννυ Ποδηματά την απόφαση του Eurogroup για την Κύπρο.
Μιλώντας στο ραδιοφωνικό σταθμό Αθήνα 9,84, η κ. Ποδηματά υποστήριξε ότι η απόφαση αυτή «κλονίζει την εμπιστοσύνη και την αξιοπιστία απέναντι στο ευρώ και στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, δημιουργώντας τον κίνδυνο και τις προϋποθέσεις για να αποσταθεροποιηθεί εκ νέου το χρηματοπιστωτικό σύστημα, μετά από τόσες προσπάθειες και τόσους κόπους και θυσίες που έγιναν για να σταθεροποιηθεί τα τελευταία τρία χρόνια».
Η ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ επεσήμανε ότι «η νέα πρόταση που είναι στο τραπέζι για επιμερισμό του φορολογικού βάρους στους καταθέτες πιο προοδευτικά είναι πιο δίκαιη», όμως απηύθυνε προς την Κυπριακή Κυβέρνηση και την πρόταση «να εξετάσει τη δυνατότητα να υιοθετήσει και η Κύπρος μαζί με τις άλλες 11 χώρες τον Φόρο Χρηματοπιστωτικών Συναλλαγών. Ο φόρος αυτός στην Κύπρο θα μπορούσε να διασφαλίσει πολύ σημαντικά έσοδα, τα οποία δεν θα προέρχονται από μικροκαταθέτες. Θα προέρχονται από εκείνες τις συναλλαγές που αποδεδειγμένα έχουν συστημικό κίνδυνο και που προέρχονται από ανθρώπους που αποδεδειγμένα έχουν επάγγελμα την κερδοσκοπία».
Ωστόσο, η κ. Ποδηματά τόνισε ότι πρέπει να δούμε και με σειρά προτεραιότητας τα προβλήματα που υπάρχουν στην Κύπρο, ότι «δεν μπορεί να θεωρείται συζήτηση ταμπού ότι η Κύπρος έχει έναν υπερδιογκωμένο, σε σχέση με το εισόδημα της χώρας, χρηματοπιστωτικό τομέα», εξαιτίας του ευνοϊκού φορολογικού καθεστώτος που είχε και ότι «ειδικά υπό τις συνθήκες που επικρατούν σήμερα, με το βάρος της κρίσης να πέφτει σε μικροκαταθέτες, φορολογούμενους, πρέπει όλα να μπορούν να συζητηθούν με ψυχραιμία και με γνώμονα την εύρεση της καλύτερης δυνατής λύσης».
Η κ. Ποδηματά θύμισε τις αλλαγές που συντελούνται, σήμερα, στο θεσμικό πλαίσιο της Ευρωζώνης, καθώς «οδεύουμε προς μία τραπεζική ένωση, όπου ο χρηματοπιστωτικός τομέας και οι κανόνες που τον διέπουν – για τα δάνεια, τις καταθέσεις, τα επιτόκια – πρέπει σταδιακά να εναρμονιστούν και να υπόκεινται σε μια ενιαία λογική».
Επεσήμανε, επίσης, ότι «για να γίνει αυτή η εναρμόνιση με έναν τρόπο αποτελεσματικό και δίκαιο πρέπει να γίνει σταδιακά» και ότι «υπάρχουν και άλλες χώρες της ευρωζώνης με παρεμφερή χαρακτηριστικά στον τραπεζικό τους τομέα με αυτά της Κύπρου, για τις οποίες δεν έχει ανοίξει η συζήτηση γιατί δεν έχουν βρεθεί, ακόμη, σε αντίστοιχη δυσκολία».
Για όλους αυτούς τους λόγους «δεν πρέπει με αφορμή την κρίση, με αφορμή την ανάγκη μιας χώρας που αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα και υλοποιώντας την αρχή εκδήλωσης αλληλεγγύης να λειτουργούμε με ένα τρόπο τιμωρητικό, εκδικητικό, ισοπεδωτικό. Γιατί έτσι δημιουργούμε πολύ χειρότερα προβλήματα από αυτά που υποτίθεται ότι επιχειρούμε να διορθώσουμε».
Τέλος, σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα η κ. Ποδηματά θύμισε ότι «όσα συνέβησαν στην Κύπρο φέρνουν στο προσκήνιο μνήμες από το πως είχαν εξελιχθεί τα δεδομένα για την Ελλάδα – σε διαφορετικούς χρόνους και σε διαφορετικές συνθήκες – και το τι περιθώρια υπήρχαν ή δεν υπήρχαν για τη διαπραγμάτευση στις διάφορες φάσεις».
Ενώ σε σχέση με την προσωρινή αποχώρηση της τρόικας από την Αθήνα, η αντιπρόεδρος του ΕΚ εξέφρασε την πεποίθηση «ότι θα επέλθει μία συμφωνία με την Τρόικα σε ό,τι αφορά στην αξιολόγηση του Προγράμματος σε αυτή την φάση», αλλά ότι είναι αναγκαίο από την πλευρά της Τρόικας και κυρίως των πολιτικών προϊσταμένων στην ΕΕ, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ «να κάνουν μία προσπάθεια να εγκαταλείψουν τους δογματισμούς και τις ιδεοληψίες τους, κυρίως σε σχέση με το κομμάτι της δημοσιονομικής προσαρμογής».
Σύμφωνα με την ίδια, είναι αναγκαίο «η ελληνική κυβέρνηση να τρέξει με πραγματικά μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και ταχύτητα όλες εκείνες τις υποχρεώσεις που αφορούν στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και κυρίως για την αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα, στην αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων, στην ουσιαστική εφαρμογή της ρήτρας της κινητικότητας, στην αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος, στην εκπόνηση ενός δίκαιου φορολογικού συστήματος, το οποίο και περιμένουμε πολύ καιρό».