Την τακτική της σύγκρουσης με το Υπουργείο Δικαιοσύνης επέλεξε το Μέγαρο Μαξίμου, για το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, μετά την κίνηση του αρμόδιου υπουργού Αντώνη Ρουπακιώτη να κοινοποιήσει τις διατάξεις του σχεδίου νόμου χωρίς να έχει προηγουμένως προχωρήσει σε αλλαγές διατάξεων, όπως είχε ζητήσει η κυβέρνηση.
Σε ανακοίνωση του γενικού γραμματέας της κυβέρνησης Παναγιώτη Μπαλτάκου, που ουσιαστικά «αδειάζει» τον κ. Ρουπακιώτη, σημειώνεται ότι τα νομοσχέδια δεν κατατίθενται στη Βουλή από τους υπουργούς -αναφερόμενος στην κίνηση του υπουργού Δικαιοσύνης να καταθέσει χθες το σύνολο των διατάξεων-, αλλά στη Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης, «η οποία τα ελέγχει με τη νομική της Υπηρεσία και την Κεντρική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή, για τη διαπίστωση τυχόν νομικών ή άλλων ατελειών».
Η ανακοίνωση υπογραμμίζει ότι «μετά την έρευνα αυτή και εφόσον ουδεμία ατέλεια διαπιστωθεί, τα νομοσχέδια κατατίθενται στη Βουλή από τον γενικό γραμματέα της Κυβέρνησης».
Ο κ. Π. Μπαλτάκος επισημαίνει ότι στις 10 Μαΐου το υπουργείο Δικαιοσύνης προσκόμισε στη Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης ανυπόγραφο σχέδιο του νομοσχεδίου και ανακοινώνει ότι παραδόθηκε στην Κεντρική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή για να συζητηθεί την 21η Μαΐου.
Σύμφωνα με υψηλόβαθμα κυβερνητικά στελέχη, το Μέγαρο Μαξίμου αιφνιδιάστηκε από την κίνηση του Α. Ρουπακιώτη να καταθέσει το νομοσχέδιο χωρίς αλλαγές, παρά τις ενστάσεις που είχε η ΝΔ για σειρά διατάξεων. Ο υπουργός Επικρατείας Δ. Σταμάτης επικοινώνησε με τον Α. Σαμαρά στην Κίνα, προκειμένου να του παρουσιάσει την κατάσταση, και έλαβε την έγκριση του πρωθυπουργού για το ύφος της ανακοίνωσης που εξέδωσε η Γραμματεία της Κυβέρνησης.
Κατόπιν ενημέρωσε τον κ. Μπαλτάκο και, σύμφωνα με πληροφορίες, το Μέγαρο Μαξίμου θα επιδιώξει να «περάσει» τις απαιτούμενες αλλαγές στον νόμο κατά τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής διαδικασίας.
Κύκλοι του υπουργείου Δικαιοσύνης, σε απάντηση της ανακοίνωσης του Π. Μπαλτάκου, αναφέρουν πως τηρήθηκαν όλες οι διαδικασίες «ενδοκυβερνητικής» διαβούλευσης, καθώς το υπουργείο απέστειλε το επίμαχο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο από τις 10 Μαΐου στη Γραμματεία της Κυβέρνησης και στους αρχηγούς του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ.
Νέα κρίση
Πίσω από την «κόντρα» για το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο υποβόσκει μία νέα κυβερνητική κρίση, καθώς η ΔΗΜΑΡ διαμηνύει ότι στηρίζει πλήρως τις επιλογές του Α. Ρουπακιώτη, ο οποίος ενημέρωσε σχετικά την Ε.Ε. του κόμματος την περασμένη Τετάρτη.
Στελέχη της Αγ. Κωνσταντίνου επισημαίνουν ότι δεν προτίθεται να αποδεχτούν αλλαγές που θα «ακυρώνουν» τις διατάξεις του νομοσχεδίου στην πράξη.
Ο εκπρόσωπος Τύπου της ΔΗΜΑΡ Α. Παπαδόπουλος, μιλώντας στο «Εθνος», χαρακτηρίζει «επιτακτική εθνική ανάγκη» την ψήφιση του αντιρατσιστικού νόμου, παρέχοντας πλήρη κάλυψη στους χειρισμούς του υπουργού Δικαιοσύνης Α. Ρουπακιώτη.
Από την πλευρά του το ΠΑΣΟΚ, σε ανακοίνωση του Τομέα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, εκτιμά ότι το κείμενο του υπουργείου Δικαιοσύνης αποτελεί επαρκή βάση συζήτησης, που λαμβάνει προφανώς υπόψη του την πρόταση νόμου του ΠΑΣΟΚ, και σημειώνει ότι υπάρχουν κρίσιμα σημεία που πρέπει να συμπληρωθούν, τα οποία το ΠΑΣΟΚ θα θέσει στη συζήτηση με τα κόμματα της κυβερνητικής πλειοψηφίας, ενώ χαρακτηρίζει επείγουσα την ανάγκη κατάθεσης και ψήφισης του νομοσχεδίου.
Βαριές ποινές για τους παραβάτες
Με ποινές φυλάκισης αλλά και στέρησης πολιτικών δικαιωμάτων έως 5 χρόνια και τσουχτερά πρόστιμα θα τιμωρούνται οι δράστες σοβαρών εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας, ενώ όταν οι πρωταγωνιστές είναι βουλευτές θα κινδυνεύουν παράλληλα με έκπτωση από το αξίωμά τους και το κόμμα τους με διακοπή της κρατικής χρηματοδότησης.
Ταυτόχρονα υψώνεται «ασπίδα προστασίας» για τα θύματα αλλά και τους βασικούς μάρτυρες εγκλημάτων ρατσιστικής βίας, καθώς προβλέπεται ότι δεν θα απελαύνονται από τη χώρα, εφόσον έχει ασκηθεί δίωξη κατά των δραστών και μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο.
Το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, που έχει αποτελέσει το τελευταίο διάστημα (όπως και προ 2ετίας) πεδίο αντεγκλήσεων και αντιπαραθέσεων μεταξύ κομμάτων, κοινωνικών φορέων κ.λπ., στάλθηκε στην Κεντρική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή (ΚΕΝΕ) στη Βουλή όπου στις 21 Μαΐου θα ξεκινήσουν η συζήτηση και η εξέτασή του.
Έτσι παραμένει ανοικτό το ενδεχόμενο να ακολουθήσουν αλλαγές (μολονότι δεν έγιναν τελικά παρεμβάσεις στο αρχικό κείμενο), αφού μετά την ΚΕΝΕ θα ακολουθήσει σύντομο διάστημα δημόσιας διαβούλευσης για να κάνουν επίσημα τις παρατηρήσεις τους όλοι οι ενδιαφερόμενοι (κόμματα, φορείς, πολίτες) πριν από τη διαδικασία ψήφισης στη Βουλή.
Το νομοσχέδιο απειλεί με φυλάκιση 6 μηνών έως 5 ετών και χρηματική ποινή 5.000 έως 20.000 ευρώ όποιον με πρόθεση δημόσια προκαλεί ή διεγείρει σε βιαιοπραγίες ή μίσος κατά προσώπων με βάση το χρώμα, τη φυλή, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, τον γενετήσιο προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου.
Αντίστοιχες κυρώσεις προβλέπονται όταν ο δράστης παροτρύνει για πράξεις φθοράς και βλάβης πραγμάτων που χρησιμοποιούν τα θύματα ρατσισμού. Με φυλάκιση έως 2 ετών απειλείται όποιος συμμετέχει σε οργάνωση ή ένωση προσώπων που επιδιώκει τέτοιες πράξεις συστηματικά.
Παρόμοιες ποινές αντιμετωπίζει και όποιος δημόσια εγκωμιάζει, αρνείται κακόβουλα ή εκμηδενίζει τη σημασία εγκλημάτων γενοκτονίας, πολέμου και κατά της ανθρωπότητας, εγκλημάτων ναζισμού που στρέφονται κατά προσώπων με τα ίδια ρατσιστικά κριτήρια και με τρόπο που μπορεί να διεγείρει σε βιαιοπραγίες ή μίσος. Τα εγκλήματα αυτά πρέπει να έχουν αναγνωριστεί με αμετάκλητη απόφαση ελληνικού ή διεθνούς δικαστηρίου.
Η πρόβλεψη για στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων 1 έως 5 ετών μπορεί να έχει στην περίπτωση καταδίκης βουλευτή ως συνέπεια την έκπτωσή του από το βουλευτικό αξίωμα.
Κυρώσεις μπορούν να επιβληθούν και σε βάρος νομικών προσώπων (εταιρειών, επιχειρήσεων έως και κομμάτων) εφόσον στελέχη τους προβαίνουν σε τέτοιες ρατσιστικές ενέργειες. Στην περίπτωση αυτή τα νομικά πρόσωπα απειλούνται με πρόστιμα 15.000 έως 200.000 €, με ανάκληση της άδειας ή με αναστολή λειτουργίας (από 1 έως 6 μήνες), αλλά και με αποκλεισμό από κρατικούς διαγωνισμούς (για έργα, προμήθειες κ.λπ.) από δημόσιες παροχές, ενισχύσεις και επιδοτήσεις.
Αντίστοιχες κυρώσεις απειλούνται για τα νομικά πρόσωπα και όταν οι ρατσιστικές ενέργειες γίνονται από κατώτερα στελέχη, εφόσον αποδεικνύεται έλλειψη ελέγχου από τα διευθυντικά στελέχη. Τέτοιες κυρώσεις μπορεί να επιβάλει ο υπουργός Δικαιοσύνης αλλά και το ΕΣΡ εφόσον οι ρατσιστικές πράξεις έγιναν σε ραδιοτηλεοπτική εκπομπή.