«Ο Άκης Τσοχατζόπουλος είναι αθώος λόγω βάσιμων αμφιβολιών». Η θέση του συνηγόρου υπεράσπισης του πρώην υπουργού κ. Λεωνίδα Κοτσαλή είναι σαφής: Διαπιστώνει «συμπτώσεις και συγκυρίες» στη δαιδαλώδη υπόθεση ξεπλύματος μαύρου χρήματος από τα εξοπλιστικά, ενώ κάνει λόγο για «τεκμηριωμένη αμφιβολία».
«Η απόφαση του δικαστηρίου σας θα είναι μια καλή απάντηση στη γερμανική Δικαιοσύνη» πρόσθεσε ο συνήγορος. «Θέλω να πιστεύω ότι η απόφασή σας δεν θα βρίσκεται σε εξάρτηση με τη συναισθηματική αποφόρτιση του κόσμου. Μια τυχόν καταδίκη, λόγω και της δύσκολης οικονομικής, κοινωνικής συγκυρίας ίσως να ικανοποιούσε…».
Ο κ. Κοτσαλής αναφέρθηκε επικριτικά στον Νίκο Ζήγρα, που «εν μιά νυκτί έκανε στροφή 180 μοιρών και από Σαούλ έγινε Απόστολος Παύλος», ενώ χαρακτήρισε αφυδατωμένη την αποδεικτική διαδικασία χωρίς την κλήτευση του ΚΥΣΕΑ. Προσκόμισε μάλιστα γνωμοδοτήσεις γερμανών καθηγητών που «αμβλύνουν» τα περί ενοχής του πρώην υπουργού.
«Στοχοποίηση»
Αναλυτικά, στην αρχή της σημερινής αγόρευσής του (πρώτη ημέρα αγόρευσης των συνηγόρων υπεράσπισης των 19 κατηγορουμένων), ο καθηγητής έκανε λόγο για στοχοποίηση του πρώην υπουργού, αλλά και για ενορχηστρωμένη προσπάθεια από τους εισαγγελείς και την πολιτική αγωγή, ανάδειξης της «εγκληματικής» προσωπικότητας του Άκη Τσοχατζόπουλου. Κατήγγειλε, δε, δικονομικές «ακροβασίες».
«Ζήσαμε προσωπικές επιθέσεις, απαξιωτικές φράσεις, πράγματα ονειδιστικά, που δεν έχουν καμία σχέση με την υπόθεση» τόνισε ο κ. Κοτσαλής, επισημαίνοντας ότι «γυρίσαμε στην εποχή του Lombroso, και στη θεωρία του εγκληματία ανθρώπου».
Έκανε μάλιστα λόγο για «απαράδεκτη αναφορά» της συνήγορου του Δημοσίου και τη σύγκριση της στάσης που τήρησε απέναντι στη σύζυγο και στην κόρη του ο πρώην υπουργός. «Έδειξε όντως μεγάλο ενδιαφέρον για τη σύζυγό του», τόνισε ο συνήγορος, «δεδομένου ότι γνωρίζει από πρώτο χέρι την κατάσταση της υγείας της, και πόσο επισφαλής ήταν, από παλιά. Υπάρχει άλλωστε και ένα επτάχρονο παιδί».
Το «παλάτι» και οι Γερμανοί
Ο ίδιος αναφέρθηκε επίσης στο απορριφθεν αίτημα της υπεράσπισης για το ΚΥΣΕΑ. «Ήταν επιβεβλημένη η κλήτευση μελών του ΚΥΣΕΑ εκατό τοις εκατό», είπε, για να σταθεί αμέσως μετά στον «απαρχαιωμένο νόμο περί ευθύνης υπουργών» αλλά και τη διαφωνία του για την ταύτιση των εννοιών παραγραφής και αποσβεστικής προθεσμίας από το δικαστήριο.
«Υπάρχουν δύο μύθοι σε αυτή την ιστορία, ο πρώτος είναι το “παλάτι”, το διαμέρισμα της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, 180 τετραγωνικών μέτρων, με εμφάνιση καλού αστικού σπιτιού, τίποτε εκτός αυτού του πλαισίου» σημείωσε ο καθηγητής. «Ελάχιστοι μάλιστα γνωρίζουν ότι δεν ανήκει στον Τσοχατζοπουλο ολόκληρο το οίκημα».
«Ο δεύτερος μύθος συγκροτήθηκε από το γερμανικό κατηγορητήριο, με διασπορά όντως του ονόματός του πρώην υπουργού. Αυτό το κατηγορητήριο έγινε σημαία στη Βουλή, στο πόρισμά της, και ακολούθως στο παραπεμπτικό βούλευμα. Δεν έγινε η αναγκαία πρωτογενής έρευνα που θα έδινε και άλλο φως στην υπόθεση» υπογράμμισε, χαρακτηρίζοντας «ατεκμηρίωτη» τη σύνδεση του πρώην υπουργού με τη γερμανική δικογραφία.
«Η όλη δράση εστιάζεται στην περίοδο που ήταν ΥΕΘΑ. Ο Άκης Τσοχατζόπουλος όμως ήταν επί σειρά ετών πρωταγωνιστής της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Κανείς δεν παρατήρησε το παραμικρό; Τι συνέβαινε; Ομερτά είχε πέσει;» σημείωσε ο κ. Κοτσαλής.
Και πρόσθεσε: «Γιατί δεν κλήθηκε να καταθέσει ο Γιάννης Μπέλτσιος;» – το όνομα του πρώην συνεργάτη Τσοχατζόπουλου μπήκε πολλές φορές «στο τραπέζι» κατά την εξέλιξη της διαδικασίας.
Δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στον εξάδελφο του πρώην υπουργού Ν. Ζήγρα, «τον οποίο η εισαγγελέας κυρία Γεωργία Αδειλίνη κατέστησε κήνσορα και τιμητή των πάντων». «Λυπάμαι ιδιαίτερα για αυτό που θα πω, αλλά το καλοκαίρι του 2012, εν μια νυκτί, ο κ. Ζήγρας έκανε στροφή 180 μοιρών και από Σαούλ έγινε Απόστολος Παύλος. Προβιβάστηκε βήμα-βήμα σε πρωταγωνιστή, σε σημείο που ερωτάται: Το βεβαιώνει ο Ζήγρας;». Εξήρε δε τη συμβολή Τσοχατζόπουλου στην αποθεραπεία του από λευχαιμία, χάρη στη στενή συγγενική τους σχέση.
«Άλματα» και γνωμοδοτήσεις
Ο κ. Κοτσαλής άφησε αιχμές για τη διαδικασία που έφερε τον Α. Τσοχατζόπουλο στο εδώλιο, χωρίς να διστάσει να καταφερθεί εναντίον του νόμου για το ξέπλυμα.
«Υπάρχει ένα πρώτο μυστήριο, όταν προωθήθηκε η δικογραφία στα χέρια του 13ου ανακριτή» είπε σε μια χαρακτηριστική αποστροφή του. «Εκείνος διαφώνησε γιατί δεν υπήρχε παραγγελία και η δικογραφία επεστράφη στην Εισαγγελία για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης».
«Όταν ήλθε η ώρα της σύλληψης, και ενώ περιμέναμε να απολογηθεί, ο Άκης Τσοχατζόπουλος μου τηλεφώνησε για να μου το πει· πίστεψα ότι ήταν φάρσα» πρόσθεσε, και αναφερόμενος στην προφυλάκιση είπε: «Τι ύποπτος φυγής, […] είχαν δεσμευθεί το διαβατήριό του, οι λογαριασμοί του. Ήταν σε κλοιό».
Με πυρήνα μάλιστα το κατηγορητήριο, η υπεράσπιση του πρώην υπουργού προσκόμισε στο δικαστήριο ιδιωτική γνωμοδότηση βάσει της οποίας «δεν αποδεικνύεται καμία ανάμειξη του κ. Τσοχατζόπουλου σε παράνομες πληρωμές».
Ο ίδιος στάθηκε και σε δεύτερη νομική αξιολόγηση, αυτή τη φορά ως προς την απόφαση του γερμανικού πλημμελειοδικείου, που παρά τα σημαντικά κενά – προβλήματά της, έγινε «σημαία για τα ελληνικά ΜΜΕ».
Ο καθηγητής επανήλθε στο θέμα της παραγραφής τονίζοντας: «Δικάζεται έλλην πολίτης για πράξη που έχει παραγραφεί. Δεν είναι υπερασπιστικός ισχυρισμός, είναι ο νόμος. Αν δεν μας αρέσει, να τον αλλάξουμε».
«Ισχνή ποινική αλήθεια»
«Ζητήσαμε να έλθει το ΚΥΣΕΑ, όχι για να γίνει διάχυση της ευθύνης, αλλά για να φωτιστεί η υπόθεση των υποβρυχίων» εξήγησε ο συνήγορος, χαρακτηρίζοντας «αδιανόητη την επιρροή λόγω των στεγανών που υπήρχαν στη διαδικασία».
«Χωρίς το ΚΥΣΕΑ έχουμε μια αφυδατωμένη αποδεικτική διαδικασία, με δευτεροκλασάτους και τριτοκλασάτους μάρτυρες, και βεβαίως με τα προσωπικά σημειώματα» συμπλήρωσε, κάνοντας λόγο για «ισχνή ποινική αλήθεια».
Ο καθηγητής επέμεινε ότι πρόκειται για προσωπικά στοιχεία του Α. Τσοχατζόπουλου, δίκην «διαλόγου με τον εαυτό του», θύμισε ότι στο ίδιο οίκημα συστεγαζόταν ο Ν. Ζήγρας, αλλά και ότι έχει γίνει διάρρηξη στο χρηματοκιβώτιο του γραφείου του πρώην υπουργού.
Τελευταίος των τελευταίων
Σημειώνεται ότι ο κ. Ιωάννης Παγορόπουλος, επίσης συνήγορος Τσοχατζόπουλου, ζήτησε από το δικαστήριο να αγορεύσει «τελευταίος των τελευταίων» εκ των συνηγόρων υπεράσπισης, αίτημα που έγινε δεκτό από το δικαστήριο.
Υπεράσπιση: «Μπορεί να ήταν μεθυσμένος όταν έγραφε τα σημειώματα»
Τη σκυτάλη από τον κ. Κοτσαλή πήρε ο κ. Ιωάννης Νικολάου, ο οποίος με την – αυστηρά νομική – αγόρευσή του επεχείρησε να αποδομήσει το κατηγορητήριο.
«Πότε έλαβε υποσχέσεις για δωροδοκία στην υπόθεση των υποβρυχίων ο Άκης Τσοχατζόπουλος; Και από ποιους; Από τον Χάουν, τον Μύλενμπεκ, τον υποφαινόμενο;» τόνισε, χαρακτηρίζοντας «ελλιπέστατο» το σχετικό βούλευμα. «Υπήρχε μια αοριστία από τους εισαγγελείς, δεν απεδείχθη τίποτε για το βασικό αδίκημα της δωροδοκίας. Θα έπρεπε να προσδιοριστεί ο χρόνος τέλεσης του αδικήματος, ο τόπος, οι δράστες. Είναι νομικά αβάσιμη η κατηγορία».
Ο συνήγορος ανέσυρε μάλιστα διάταξη του παρελθόντος (Κανίνιας – τον είχε επικαλεστεί και ο αναπληρωτής εισαγγελέας στην αγόρευσή του), με βάση την οποία «το γεγονός ότι δίδονται προκαταβολές (από τις εταιρείες), με σκοπό τη δέσμευση για μελλοντική ευνοϊκή μεταχείριση, δεν αποτελεί δωροδοκία. Έρχονταν εκλογές, ίσως νικούσε το ΠαΣοΚ, ίσως ο Τσοχατζόπουλος ξαναγινόταν υπουργός… Αν δεχθούμε λοιπόν ότι υπήρξαν προκαταβολές, ήταν προκαταβολές για να δεσμευτούν τα “ίσως”».
«Η σύμβαση με τη HDW δεν υπεγράφη άλλωστε με τον υπουργό, αλλά με τα Ελληνικά Ναυπηγεία» επιχειρηματολόγησε ο ίδιος.
Με έμφαση στην κατηγορία για ξέπλυμα, ο κ. Νικολάου εκτίμησε ότι «δεν στέκει»: «Είναι μετέωρα τα πράγματα, πρέπει να υπάρχει περιουσία για να υπάρχει περιουσία. Η περιουσία πρέπει να είναι άμεσο αποτέλεσμα της δωροδοκίας. Το κατηγορητήριο λέει ότι ζήτησε και έλαβε υπόσχεση ωφελημάτων».
«Η αγοραπωλησία με εικονικό τίμημα είναι ξέπλυμα; Είναι άνευ αντικειμένου η κατηγορία, αφού δεν υπάρχει χρήμα. Ούτε βεβαίως τα μισθώματα, μπορούν να θεωρηθούν ως ξέπλυμα. Όσο για τις επισκευές, είναι ενσωμάτωση δαπανών» σημείωσε ο ίδιος, προσθέτοντας –για να ισχυροποιήσει τον συλλογισμό του– ότι ακόμη και αν υπήρξε δωροδοκία, «το χρήμα όταν έρχεται στην Ελλάδα έχει ήδη ξεπλυθεί».
«Πολύς λόγος για αυτά τα περίφημα σημειώματα» επεσήμανε εν συνέχεια ο κ. Νικολάου. «Πότε γράφτηκαν; Έχει σημασία αν υπήρχαν ημερομηνίες, θα μπορούσε να τα αντικρούσει. Μπορεί να ήταν μεθυσμένος. Πάσχουν οι σημειώσεις».
Η καλή μνήμη του συνηγόρου
Εντύπωση στο ακροατήριο προκάλεσε το γεγονός ότι ο κ. Νικολάου, που αναμφισβήτητα δεν βρίσκεται στην πρώτη του νεότητα, θυμόταν ούτε λίγο ούτε πολύ όλη τη δικογραφία απέξω κι ανακατωτά. Με άνεση παρέθεσε δεκάδες ποσά, χρονολογίες, αριθμούς συμβάσεων χωρίς να συμβουλευθεί ούτε μια φορά τις σημειώσεις του.