Τον δρόμο του «μοναχικού καβαλάρη» έχει -αναγκαστικά- πάρει η ελληνική κυβέρνηση, με τους κοινωνικούς φορείς να αντιτίθενται στο σύνολο σχεδόν της οικονομικής και εργασιακής της πολιτικής, τον λαό να βαρυγκωμά και τους Ευρωπαίους εταίρους να επιδεικνύουν ολοένα και περισσότερο σκεπτικισμό σχετικά με την συνέχιση της μετάγγισης ρευστού προς στήριξη της ελληνικής οικονομίας.
Παρά τα επανειλημμένα εύσημα που μας έχουν δοθεί για τις αιματηρές θυσίες μας στον βωμό της εξυγίανσης, γεγονός είναι ότι οι εύρωστοι της ΕΕ ακόμη αντιμετωπίζουν με ενισχυμένη (δικαιολογημένη ή όχι) καχυποψία τις προσπάθειες της χώρας μας να συνέλθει και να συγχρονισθεί με το κοινό αναπτυξιακό σχέδιο δράσης των υπολοίπων κρατών – μελών. Και υπό τις παρούσες συνθήκες, μάλλον ανεδαφική και ατελέσφορη, ενίοτε δε και γραφική, αποδεικνύεται η επίκληση της παραδεδεγμένης αλήθειας, ότι η συμπεριφορά των εταίρων μας έναντι ημών συχνά δεν «ακουμπά» στις αρχές της αγαθής προαίρεσης και της καλής γειτονίας.
Ο Γιώργος Παπανδρέου, ως άλλος Δον Κιχότης, έχει πια απομείνει μόνος. Οφείλει να οδηγήσει την χώρα μέσα από δρόμους σκολιούς και κακοτράχαλους, τηρώντας πάντα τις πνιγηρές ημερομηνίες και χρονοδιαγράμματα:
Μέχρι την λήξη του τρέχοντος έτους είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένος να φέρει για ψήφιση στο Κοινοβούλιο όλα τα νομοσχέδια που δεν μπόρεσε (ή δεν τόλμησε) να καταρτίσει το τελευταίο εξάμηνο. Η αντίδραση, τόσο στον χώρο της αντιπολίτευσης όσο και σε αυτόν της λαϊκής έκφρασης, αναμένεται να κορυφωθεί ιδίως στις περιπτώσεις της απελευθέρωσης των κλειστών επαγγελμάτων και τις οριστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων. Τον Ιανουάριο, ο πρωθυπουργός θα πρέπει να έχει εξέλθει αλώβητος από αυτή την «εσωτερική» δοκιμασία, ώστε να μπορέσει να διεκδικήσει στις Βρυξέλες την τέταρτη δόση του δανείου των 110 δισ. ευρώ αλλά και να εξασφαλίσει την (μέχρι πρότινος κατακριτέα) επιμήκυνση της περιόδου αποπληρωμής του συνολικού χρέους, που στο τέλος του 2013 θα έχει φθάσει συνολικά το ποσό των 440 δισ. ευρώ (330 από το τρέχον χρέος και 110 του δανείου).
Στον αντίποδα, η Γερμανία πιέζει για μια αναδιάρθρωση του χρέους μας, επικαλούμενη και την συμμετοχή ιδιωτών στον σχεδιαζόμενο μηχανισμό στήριξης των ευρωπαϊκών κρατών. Δεν είναι λίγες οι φωνές που ορθώνονται στην Ρηγίλης, αποκαλώντας την επιμήκυνση ως καλά συγκαλυμμένη αναδιάρθρωση και κατηγορώντας στην ουσία την κυβέρνηση για «μειοδοσία». Από την άλλη, ο κ. Παπανδρέου αντιτίθεται σθεναρά, αρνούμενος ακόμη και να προφέρει την λέξη. Εκείνο που φαίνεται να του διαφεύγει ή, τέλος πάντων, εκείνο που δεν θέλει να προσδιορίσει επακριβώς είναι το μέγεθος των επιπλέον θυσιών που ο φορολογούμενος καλείται να επωμιστεί, προκειμένου να αποφευχθεί η μισητή αναδιάρθρωση.
Μόλις πριν λίγες ώρες, ο κ. Τσίπρας χαρακτήρισε την παρούσα κυβέρνηση ως κυβέρνηση «υποτακτικών και παραδομένων… μοιραία όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για την Ευρώπη». Ακόμη σκληρότερα, την κατηγόρησε ότι «αποτέλεσε τον Δούρειο Ίππο για να έλθει το ΔΝΤ στην χώρα μας! Ότι με την πρακτική της μετατρέπει τις εργασιακές σχέσεις στον ευρωπαϊκό νότο σε εργασιακές σχέσεις τύπου Λατινικής Αμρικής! Ως απάντηση, ο κ. Παπανδρέου είπε το δυσνόητο και αντιφατικό: «Ή θα σώσουμε τις θέσεις εργασίας ή θα πιεστούν επιχειρήσεις να απολύσουν ή ακόμη και να κλείσουν». Ας μην σταθούμε στο οξύμωρο αυτής της διατύπωσης. Θα αρκούσε μια εξήγηση, μια ερμηνεία τού πώς διά της απεμπόλησης εργασιακών δικαιωμάτων του υπαλληλικού κόσμου είναι δυνατόν να ενδυναμωθεί μιας ήδη πεσμένη αγορά, την στιγμή που η ήδη ισχνή αγοραστική δυνατότητα ολοένα φθίνει απελπιστικά.
Στην χώρα με το υψηλότερο εξωτερικό χρέος της ευρωζώνης (140% του ΑΕΠ, το 78% του οποίου το οφείλουμε στους ξένους), ομολογουμένως οι εναλλακτικές για έναν πρωθυπουργό, αν όχι ανύπαρκτες, είναι τουλάχιστον λιγοστές. Για τον λόγο αυτόν και μόνον, το σύνθημα «αδιαφορώ για το πολιτικό κόστος» του κου Παπανδρέου ίσως θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως το επιτυχέστερο και εκφραστικότερο της παρούσας κατάστασης που ποτέ εμφανίστηκε στα χείλη πρωθυπουργού της Ελλάδας.