Για να σταματήσει η σκανδαλολογία, με εντολή Χρυσοχοΐδη οι ελεγκτικές Αρχές επανεξετάζουν όλες τις συμβάσεις παραχώρησης
Απόπειρα ναρκοθέτησης των οδικών έργων που πραγματοποιούνται με συμβάσεις παραχώρησης, λίγο προτού οι νέες συμφωνίες για την επανεκκίνηση των εργασιών έρθουν προς έγκριση στη Βουλή, διακρίνουν στελέχη του Υπουργείου Υποδομών πίσω από την ερώτηση – καταγγελία του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Νίκου Χουντή περί «τεράστιου σκανδάλου σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου», λόγω της τροποποίησης των συμβάσεων παραχώρησης για την κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού των έργων.
Όπως μεταδίδουν πηγές του υπουργείου, διακρίνεται η απόπειρα επανάληψης του σκηνικού της περιόδου 2007-2008, όταν απανωτές καταγγελίες στα ευρωπαϊκά όργανα είχαν προκαλέσει την παρέμβαση της Κομισιόν και «μπλόκο» στην έναρξη των παραχωρήσεων των αυτοκινητόδρομων, γεγονότα που αναπόφευκτα οδήγησαν σε καθυστερήσεις εννέα μηνών και σε καταβολή αποζημιώσεων στους παραχωρησιούχους από το πρώην ΥΠΕΧΩΔΕ, λόγω υπαιτιότητας του δημοσίου. «Το δημόσιο πλήρωσε πολύ ακριβά αυτά τα παιχνίδια και δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να επιτρέψουμε να επαναληφθεί το φαινόμενο» υπογραμμίζουν.
Συνεργάτες του υπουργού Υποδομών Μιχάλη Χρυσοχοϊδη μιλούν ευθέως για απόπειρα σαμποτάζ εν όψει της οριστικής πια επανεκκίνησης των οδικών έργων, που αναμένεται να δημιουργήσουν εκ νέου χιλιάδες θέσεις εργασίας στον κατασκευαστικό τομέα και να τονώσουν την οικονομία, και διερωτώνται “cui bono”, δηλαδή είναι αυτός που μπορεί να επωφεληθεί από μία τέτοια αρνητική εξέλιξη.
Όπως σημειώνουν, διάφορα συμφέροντα που θεωρούν ότι επηρεάζονται δυσμενώς από την επανεκκίνηση των έργων, παίζουν μάχη χαρακωμάτων, προκειμένου να διασώσουν ότι τους έχει απομείνει, ενώ χαρακτηρίζουν ως ανοησίες τις αιτιάσεις του κ. Χουντή περί ενεχυρίασης των εσόδων του δημοσίου από τους αυτοκινητόδρομους -κάτι που, όπως λένε, δεν ισχύει.
«Εάν υπάρχει διαφθορά, θα τελειώσουμε μία και καλή» υπογραμμίζουν, δικαιολογώντας την απόφαση του κ. Χρυσοχοϊδη να στείλει τις αναθεωρημένες συμβάσεις σε κάθε αρμόδιο ελεγκτικό φορέα εντός κι εκτός Ελλάδος, ενώ απαντούν στις κατηγορίες, μιλώντας ευθέως για ψέματα εκ μέρους του ευρωβουλευτή.
«Οι καταγγελίες μαρτυρούν άγνοια»
«Οι καταγγελίες στις οποίες προβαίνει ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ κ. Χουντής για την πρόσφατα υπογραφείσα δανειακή σύμβαση με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων είναι εντελώς αστήρικτες και μαρτυρούν απόλυτη άγνοια του θέματος. Θα όφειλε να περιμένει την απόφαση-πράξη των αρμοδίων οργάνων και συγκεκριμένα του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των Γενικών Διευθύνσεων της Ε.Ε» τονίζει σε ανακοίνωσή του το υπουργείου Υποδομών.
«Αγνοεί τους όρους και περιορισμούς που θέτουν τόσο οι συμβάσεις παραχώρησης όσο και οι δανειακές συμβάσεις που υπογράφηκαν το 2007. Το ελληνικό δημόσιο σε περίπτωση καταγγελίας των συμβάσεων παραχώρησης πληρώνει την αξία του εκτελεσμένου έργου μέχρι την καταγγελία, δηλαδή πληρώνει είτε η καταγγελία είναι σε βάρος του Δημοσίου είτε η καταγγελία είναι σε βάρος του παραχωρησιούχου. Το κόστος της καταγγελίας αυτής φθάνει τα 2.200 εκατομμύρια ευρώ σε περίπτωση ευθύνης του Δημοσίου και τα 980 εκατομμύρια ευρώ σε περίπτωση ευθύνης των παραχωρησιούχων (γίνεται λόγος για τις 4 συμβάσεις παραχώρησης που αναδιαρθρώνονται)», συμπληρώνει.
«Σύμφωνα με την παγκόσμια πάγια πρακτική για παρόμοια έργα, οποιαδήποτε στιγμή οι τράπεζες θεωρήσουν ότι τα έργα παραχώρησης είναι μη βιώσιμα μπορούν να σταματήσουν τη χρηματοδότηση χωρίς επιπτώσεις για αυτές, σύμφωνα με τις δανειακές συμβάσεις. Η χώρα δεν μπορεί να ανακάμψει χωρίς ξένες επενδύσεις, ειδικά τώρα τις χρειάζεται όσο ποτέ προκειμένου να δημιουργήσει θέσεις εργασίας, να αυξήσει το ΑΕΠ, το οποίο με τη σειρά του θα αλλάξει το οικονομικό κλίμα», σημειώνεται.
«Είναι εντελώς ανυπόστατος ο ισχυρισμός ότι στις αναδιαρθρωμένες συμβάσεις το κόστος, τη χρηματοδότηση και τον επιχειρηματικό κίνδυνο τα αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου το ελληνικό δημόσιο. Άλλωστε, το πρώτο πράγμα που ελέγχουν οι υπηρεσίες της ΕΕ είναι ακριβώς αυτό, ότι δεν αλλάζει ο χαρακτήρας των συμβάσεων, δεν μπορούν δηλαδή να γίνουν από συμβάσεις παραχώρησης, συμβάσεις δημοσίων έργων. Το ελληνικό δημόσιο δεν εγγυάται σε καμία περίπτωση τα έσοδα των παραχωρησιούχων, ούτε βέβαια την κερδοφορία στην επένδυση τους αλλά ούτε και αναλαμβάνει τον κατασκευαστικό κίνδυνο» επισημαίνει το υπουργείο Υποδομών.
Όπως αναφέρει, ο κ. Χουντής «αγνοεί επίσης ότι μειώθηκαν σημαντικά οι κυκλοφοριακοί φόρτοι στους οδικούς άξονες λόγω της οικονομικής κρίσης σε ποσοστό άνω του 50% και κατά συνέπεια υπήρξε χρηματοδοτικό κενό στη χρηματοδότηση των έργων αφού μέρος του κόστους κατασκευής, σύμφωνα με τις συμβάσεις παραχώρησης κατά τη συνήθη διεθνή πρακτική, προέρχεται από τα έσοδα διοδίων». «Η μείωση αυτή των εσόδων οδηγεί σε αδυναμία αποπεράτωσης των έργων κατά την περίοδο κατασκευής και αποπληρωμής των δανείων κατά την περίοδο λειτουργίας», συμπληρώνει.
«Το ελληνικό δημόσιο στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης των συμβάσεων επέλεξε αντί να πληρώνει αποζημιώσεις καταγγελίας, να διαθέσει τους πόρους αυτούς για την ολοκλήρωση των έργων. Αντίστοιχα για την περίοδο λειτουργίας επέλεξε να στηρίξει τα έργα με το μερίδιο των εσόδων που του αναλογεί και μόνο και να αποφύγει την οποιαδήποτε επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού προκειμένου αυτά να διασωθούν και να αποδοθούν στους χρήστες, ώστε η χώρα να αποκτήσει σύγχρονες οδικές υποδομές. Η Ελλάδα την περίοδο αυτή από καταληκτικό κρίκο του δικτύου των ευρωπαϊκών μεταφορών έχει σήμερα μετατραπεί σε κεντρικό σύνδεσμο των διεθνών μεταφορών, μετά την μεταφορά των κέντρων παραγωγής από την Ευρώπη στην Κεντρική Ασία. Η Ελλάδα βασίζει την ανάπτυξή της στις μεταφορές» τονίζει το υπουργείο Υποδομών.
«Στη χθεσινή υπογραφή των δανειακών συμβάσεων το ελληνικό δημόσιο όχι μόνο δεν έβαλε ενέχυρο πόρους της Ε.Ε., απεναντίας η ΕΤΕπ με το δάνειο αυτό δείχνει εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία και στην πορεία ανασυγκρότησης της χώρας. Για την αναδιάρθρωση των συμβάσεων παραχώρησης χρειάστηκαν περισσότερα από δύο χρόνια διαπραγματεύσεων με τους παραχωρησιούχους και τις τράπεζες. Η ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων έγινε εφικτή κυρίως με τις τράπεζες, επειδή η οικονομική κατάσταση της χώρας άρχισε να σταθεροποιείται», σημειώνεται.
Όπως αναφέρει το υπουργείο, η πρόταση του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ να υλοποιηθούν τα έργα ως δημόσια έργα «συνεπάγεται δύο χρόνια τουλάχιστον καθυστέρηση για τη δημοπράτησή τους και την εξασφάλιση εθνικών και κοινοτικών πόρων, οι οποίοι δεν υφίστανται, αφού το νέο ΕΣΠΑ δεν εστιάζεται στη χρηματοδότηση οδικών δικτύων και υποδομών» κι «επομένως η κατάληξη της πρότασής του θα ήταν να μην γίνουν στο σύνολό τους τα έργα».
Έτσι, ο κ. Χρυσοχοϊδης έλαβε μία μοναδική για τα ιστορικά του υπουργείου απόφαση, στέλνοντας τις συμβάσεις εκτός από τους κατά νόμο παραλήπτες (Ελεγκτικό Συνέδριο, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Διευθύνσεις Εσωτερικής Αγοράς-Ανταγωνισμού-Περιφερειακής Πολιτικής και Βουλή) «για λόγους απόλυτης διαφάνειας και αποφυγής οποιασδήποτε εκμετάλλευσης» στο Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς (OLAF), την Εθνική Επιτροπή Δημοσιονομικού Ελέγχου, τον Αρμόδιο Εθνικό Συντονιστή για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς, τους Αρμόδιους Οικονομικούς Εισαγγελείς, την Αρμόδια Εισαγγελέα κατά της Διαφθοράς, καθώς και την εισαγγελία του Αρείου Πάγου.
Τι κατήγγειλε ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ
Νωρίτερα, ο κ. Χουντής είχε δηλώσει ότι οι «υπογραφές των “αρμοδίων” υπουργών και της ΕΤΕπ, για δάνειο του ελληνικού δημοσίου για το “ξεμπλοκάρισμα των αυτοκινητοδρόμων”, που είναι αποτέλεσμα συζητήσεων ακόμα και τριβών ανάμεσα στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, αποτελεί ένα μεγάλο βήμα στην κατεύθυνση ολοκλήρωσης ενός τεράστιου σκανδάλου σε βάρος του ελληνικού δημοσίου, στο οποίο συνέπραξαν, με απόλυτη γνώση και συνείδηση, όλες ανεξαιρέτως οι μνημονιακές κυβερνήσεις».
«Τα έργα δήθεν Σύμπραξης Δημόσιου & Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) ήταν πάντα μία ευκαιρία τεράστιας κερδοσκοπίας εργολάβων και τραπεζών, σε βάρος όχι μόνο του δημοσίου χρήματος, αλλά και της οικονομίας και των πολιτών, που για δεκαετίες επιβαρύνονται με υπέρογκα διόδια–κέρδη για τις Κοινοπραξίες» είπε ο ευρωβουλευτής.
«Με τις χθεσινές «υπογραφές» το όργιο σε βάρος του Δημοσίου αποκαλύπτεται πλήρως, με απολύτως κυνικό τρόπο: Πρώτον, όχι μόνο δεν έχουν ενεργοποιηθεί ρήτρες υπέρ του Δημοσίου για το γεγονός ότι τα έργα είναι σταματημένα, ουσιαστικά από το 2010 με υπαιτιότητα των εργολάβων, λόγω έλλειψης χρηματοδότησης, την οποία όφειλαν να έχουν, σύμφωνα με τις συμβάσεις, οι ίδιοι εξασφαλίσει, αλλά αντίθετα, απαίτησαν και έλαβαν από το ελληνικό Δημόσιο, ως ποινικές ρήτρες, εκατοντάδες εκατομμύρια, για δήθεν “καθυστερήσεις” ευθύνης του ελληνικού Δημοσίου, με διάφορα προσχήματα (αρχαιολογία, απαλλοτριώσεις, κλπ) τα οποία απεδέχθησαν, χωρίς πολλά πολλά, “αρμόδιοι” Υπουργοί. Τα ποσά αυτά προστέθηκαν ως «δώρο» στα υπέρογκα διόδια που εισπράττουν παράνομα από τους πολίτες για ανύπαρκτους δρόμους» τόνισε.
«Δεύτερον, οι τράπεζες, ελληνικές και ξένες, οι οποίες είχαν σπεύσει πριν την κρίση να κερδοσκοπήσουν εις βάρος των υπερτιμημένων παχυλών προϋπολογισμών των έργων, μετά το ξέσπασμα της κρίσης στην Ελλάδα υπαναχώρησαν, αθετώντας τις υπογραφές τους, χωρίς καμία νομική συνέπεια, έχοντας την κάλυψη χωρών – μελών αλλά και της ίδιας της ΕΕ, δημιουργώντας έτσι ένα τεράστιο χρηματοδοτικό κενό» σημείωσε ο ευρωβουλευτής.
«Τρίτον, την πλήρωση του χρηματοδοτικού αυτού κενού, οι χθεσινές υπογραφές τη μεταθέτουν στο ελληνικό δημόσιο, το οποίο φορτώνεται με νέα δάνεια και νέες υποχρεώσεις. Σαν ενέχυρο μάλιστα, μπαίνουν τα χρήματα του ΕΣΠΑ, χρήματα δηλαδή του ελληνικού λαού, που σε μια τόσο κρίσιμη περίοδο, θα μπορούσαν να δοθούν για έργα που θα δημιουργούσαν πραγματικές και μόνιμες θέσεις εργασίας. Την ίδια στιγμή αναθεωρούνται και οι συμβάσεις με τους εργολάβους επί τα χείρω για το ελληνικό Δημόσιο, προσφέροντάς τους, μεταξύ άλλων, επιπλέον εγγύηση, ότι αν τα έσοδα είναι μειωμένα, το ελληνικό Δημόσιο θα κληθεί να καλύψει τις διαφορές, αποζημιώνοντάς τους» πρόσθεσε ο κ. Χουντής.
«Είναι σαφές ότι, μετά από αυτές τις εξελίξεις, τα έργα τα οποία προγραμματίστηκαν ως “ιδιωτικά”, είναι απολύτως δημόσια, αφού πλέον το κόστος, τη χρηματοδότηση αλλά και τον “επιχειρηματικό κίνδυνο”, τα αναλαμβάνει εξ’ ολοκλήρου, το ελληνικό Δημόσιο, ο έλληνας φορολογούμενος και οι χρήστες των αυτοκινητοδρόμων. Γιατί λοιπόν, αφού η επένδυση είναι δημόσια, τα κέρδη θα πρέπει να είναι ιδιωτικά; Γιατί οι “αρμόδιοι” προτίμησαν να υπογράψουν την αναθεώρηση των συμβάσεων ΣΔΙΤ, αντί να προχωρήσουν στην επαναπροκήρυξη των έργων ως Δημόσιων Έργων, αν υποθέσουμε ότι αυτά είναι έργα τα οποία πραγματικά χρειάζεται σήμερα η Ελλάδα; Η γνώμη μου είναι ότι ο τρόπος που επιλέχθηκε παραβιάζει ακόμη και την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Το λόγο έχουν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, αλλά κυρίως η ελληνική Δικαιοσύνη», κατέληξε ο ευρωβουλευτής.