Ο πρωθυπουργός της Ιταλίας Ενρίκο Λέτα θα ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή στις 11 Δεκεμβρίου, για να επιβεβαιώσει τη νέα του πλειοψηφία, μετά την αποχώρηση του κόμματος Forza Italia του Σίλβιο Μπερλουσκόνι από την κυβερνητική συμμαχία.
Ο Ενρίκο Λέτα (ο οποίος είχε χτες διαβουλεύσεις με τον πρόεδρο της Ιταλίας Τζόρτζιο Ναπολιτάνο), είχε επισημάνει ότι θα ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης αφού το Δημοκρατικό Κόμμα, στο οποίο ανήκει, εκλέξει νέο ηγέτη -αυτή την Κυριακή- και ορίσει τις προτεραιότητες για την κυβέρνησή του το επόμενο έτος.
Η απόφαση ανακοινώθηκε μία εβδομάδα αφού η κυβέρνηση κέρδισε με άνεση ψήφο εμπιστοσύνης στην ψηφοφορία για τον προϋπολογισμό στη Γερουσία με 171 ψήφους έναντι 135, παρά το γεγονός ότι η Forza Italia επισημοποίησε τη μετακίνησή της στην αντιπολίτευση ψηφίζοντας κατά.
Ο Λέτα κατάφερε να αντεπεξέλθει με τη βοήθεια μιας ομάδας κεντροδεξιών ανταρτών -υπό την ηγεσία των πέντε υπουργών της κεντροδεξιάς- που αποσκίρτησαν από την Forza Italia σχηματίζοντας ένα νέο κόμμα που δεσμεύεται να στηρίξει την κυβέρνηση.
Σε μια τυπική διαδικασία, η Βουλή θα ψηφίσει το πρωί της επόμενης Τετάρτης και ακολούθως η Γερουσία θα ψηφίσει το απόγευμα.
Αν και η πλειοψηφία του Λέτα μοιάζει να είναι επαρκώς ισχυρή ώστε να κερδίσει στη διαδικασία αυτή, καλείται προηγουμένως να αντιμετωπίσει τις εντάσεις στο εσωτερικό της κυβέρνησης συμμαχίας της οποίας ηγείται, στην οποία πλέον κυριαρχεί το Δημοκρατικό Κόμμα.
Ο Ματέο Ρέντσι, ο φιλόδοξος δήμαρχος της Φλωρεντίας ο οποίος φέρεται ως ο επικρατέστερος υποψήφιος για την ηγεσία του Δημοκρατικού Κόμματος στις εσωκομματικές διαδικασίες της Κυριακής, έχει απαιτήσει η κεντροαριστερά να βάλει την σφραγίδα της στον κυβερνητικό συνασπισμό, γεγονός το οποίο πυροδότησε την οργισμένη αντίδραση της κεντροδεξιάς.
Η δυσκίνητη κυβέρνηση συμμαχίας,την οποία σχημάτισαν μετά το αδιέξοδο που προέκυψε από τις εκλογές του φετινού Φεβρουαρίου οι άλλοτε ορκισμένοι αντίπαλοι, χαρακτηριζόταν από βαθιά δυσπιστία ανάμεσα στους εταίρους και δεν κατάφερε να προωθήσει παρά ελάχιστες από τις μεταρρυθμίσεις θεσμικού χαρακτήρα που είχε υποσχεθεί.
Μετά τη νίκη του την περασμένη εβδομάδα στη διαδικασία για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης ο Λέτα είχε υποστηρίξει πως η πλειοψηφία της συμπολίτευσης είναι μικρότερη μεν αλλά πιο συμπαγής κι αποτελεσματική. Παράλληλα είχε εκτιμήσει πως η όλο και πιο πιθανή ανάδειξη του Ρέντσι στην ηγεσία του Δημοκρατικού Κόμματος θα μπορούσε να υπονομεύσει αυτήν την συνοχή.
Ο επίτροπος της ΕΕ για τις οικονομικές και νομισματικές υποθέσεις Όλι Ρεν απηύθυνε, εν τω μεταξύ, την Τρίτη μια αυστηρή προειδοποίηση στην κυβέρνηση Λέτα, υπογραμμίζοντας πως η Ρώμη δεν πράττει αρκετά για να μειώσει το τεράστιο δημόσιο χρέος της, το δεύτερο μεγαλύτερο στην Ευρωζώνη, που αναμένεται να φθάσει το 133% του ΑΕΠ της φέτος.
Το ιταλικό Κοινοβούλιο δεν έχει ακόμη εγκρίνει τον προϋπολογισμό του 2014, εν μέσω των διενέξεων για θέματα όπως το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής του μισητού φόρου ακινήτων που περιλαμβάνει την κύρια κατοικία ακόμη και για όσους έχουν μόνον ένα ακίνητο, που η κεντροδεξιά απαιτούσε να καταργηθεί. Η αναβολή της επιβολής του φόρου αυτού ενδέχεται ωστόσο να σημάνει ότι η Ιταλία δεν θα σεβαστεί το όριο του ελλείμματος (3%) που έχει θεσπίσει η ΕΕ.
Ακόμη, η κυβέρνηση πρέπει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της μεταρρύθμισης του εκλογικού νόμου, στον οποίο αποδόθηκε εν μέρει το πολιτικό αδιέξοδο το οποίο προέκυψε από τις φετινές εκλογές.
Εξάλλου, ειδικοί του οίκου αξιολόγησης Fitch Ratings προέβλεψαν ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια τα οποία έχουν χορηγήσει οι ιταλικές τράπεζες θα φθάσουν στο αποκορύφωμά τους το επόμενο έτος, εν μέσω της βραδείας ανάκαμψης της οικονομίας.
Το ακαθάριστο ποσό των μη εξυπηρετούμενων δανείων τον Σεπτέμβριο ανερχόταν σε 144,5 δισεκ. ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία του τραπεζικού κλάδου. Το ποσοστό των δανείων αυτών (7,5%) είναι το υψηλότερο από το Νοέμβριο του 1999. Ο οίκος ανέφερε ότι διατηρεί αρνητική την προοπτική του τραπεζικού τομέα της Ιταλίας για τρίτο συναπτό έτος και εξ αυτού του λόγου. Ακόμη, αναλυτές του οίκου αξιολόγησης επισήμαναν ότι αναμένουν χαμηλό όγκο χορηγήσεων από τις τράπεζες και άρα η κερδοφορία του χρηματοοικονομικού τομέα δεν θα βελτιωθεί.