Ο τουρισμός, οι νέες τεχνολογίες, η καινοτομία και η ενέργεια, που αποτελούν κεντρικές επιλογές της ελληνικής οικονομικής πολιτικής, ήταν στο επίκεντρο της επίσκεψης του υφυπουργού Εξωτερικών Σπύρου Κουβέλη στη Βουδαπέστη.
Ο κ. Κουβέλης, ο οποίος επέστρεψε χτες, είχε την ευκαιρία να αναπτύξει κατά τη διήμερη παραμονή του στην ουγγρική πρωτεύουσα, την αναπτυξιακή στρατηγική για την έξοδο της χώρας μας από την κρίση και ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, ενώπιον κυβερνητικών αξιωματούχων και επιχειρηματιών της Ουγγαρίας, στο πλαίσιο διμερών επαφών, καθώς και από το βήμα του ελληνο-ουγγρικού επιχειρηματικού φόρουμ και του ουγγρικού Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.
Παράλληλα, απηύθυνε πρόσκληση προς την επιχειρηματική κοινότητα της Ουγγαρίας να επενδύσουν στην Ελλάδα και να δημιουργήσουν κοινοπρακτικά σχήματα με ελληνικές επιχειρήσεις, υπογραμμίζοντας τις αλλαγές που έχουν γίνει στην επενδυτική νομοθεσία, αλλά και τη συνολική αναμόρφωση του διοικητικού μηχανισμού, με αποτέλεσμα το πιο φιλικό επενδυτικό περιβάλλον.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις διπλωματικών πηγών, τα πρώτα αποτελέσματα της επίσκεψης του κ. Κουβέλη είναι:
*Στον τομέα του τουρισμού συμφωνήθηκε η ανταλλαγή τεχνογνωσίας για την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της κάθε χώρας.
*Στις αποκαλούμενες «καινοτομικές συστάδες επιχειρήσεων» (clusters), με αντικείμενο την υψηλή τεχνολογία και την έρευνα, τονίστηκε ότι πρέπει να επεκταθεί η συνεργασία, η οποία ήδη υπάρχει με το Μνημόνιο συνεργασίας μεταξύ της Ελληνικής Πρωτοβουλίας Τεχνολογικών Συνεργατικών Σχηματισμών «Corallia» και της ουγγρικής αρχής προώθησης Συνεργατικών Σχηματισμών «Pole Programme Office».
*Στις σιδηροδρομικές μεταφορές, συμφωνήθηκε η προώθηση μελετών ανάπτυξης των αξόνων 22 και 10, με σκοπό τη διεύρυνση του δικτύου μεταφορών που συνδέει την Ελλάδα με την Κεντρική Ευρώπη.
Ο υφυπουργός Εξωτερικών ενημέρωσε, εξάλλου, τον υφυπουργό Εθνικής οικονομίας Γιάνος Μπέντσικ για τα βήματα που γίνονται προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης του αγωγού φυσικού αερίου TGI, με έμφαση στις δυνατότητες διασύνδεσης Ελλάδας-Βουλγαρίας-Ρουμανίας, τονίζοντας τη συμπληρωματικότητα του συγκεκριμένου έργου, έναντι άλλων σχεδίων μεταφοράς φυσικού αερίου στην ευρωπαϊκή ήπειρο, με γνώμονα την διαφοροποίηση των πηγών προμήθειας ενέργειας.
Μιλώντας ενώπιον των επιχειρηματιών στο business forum, ο κ. Κουβέλης είπε ότι «είναι παρούσες 12 ελληνικές επιχειρήσεις από ένα ευρύ φάσμα επιχειρηματικών δραστηριοτήτων -ανανεώσιμη ενέργεια, κατασκευές φιλικές προς το περιβάλλον, λογισμικά συστήματα, φαρμακευτικά προϊόντα, τρόφιμα και ποτά, χαρτικά και μάρμαρα- και ενδιαφέρονται να αναπτύξουν συνεργασίες με ουγγρικές εταιρίες», τονίζοντας ότι «δημιουργήσαμε ένα νέο θεσμικό πλαίσιο προκειμένου να αυξήσουμε τις εξαγωγές μας και απλοποιήσαμε τις διαδικασίες για να προσελκύσουμε ξένες επενδύσεις».
Ελλειμματικό ισοζύγιο
Αναφερόμενος στο διμερές εμπόριο, είπε ότι μειώνεται από το 2007, ενώ το εμπορικό ισοζύγιο είναι πάντα αρνητικό για την Ελλάδα. Το 2010 οι ελληνικές εξαγωγές προς την Ουγγαρία ανήλθαν σε 65,58 εκ ευρώ, ενώ οι ουγγρικές εξαγωγές προς την Ελλάδα έφθασαν τα 170 εκ ευρώ. Το επενδυμένο στην Ουγγαρία ελληνικό κεφάλαιο εκτιμάται γύρω στα 500 εκ ευρώ.
Για την τουριστική συνεργασία, είπε ότι έχει «ενθαρρυντικό δυναμικό», με έναν αριθμό 150.000 Ούγγρων που επισκέπτονται την Ελλάδα κάθε χρόνο, προσθέτοντας ότι προσβλέπουμε σε αύξηση της τουριστικής ροής και προς τις δύο χώρες.
Έκανε ιδιαίτερη αναφορά στην προοπτική συνεργασίας στον τομέα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), στον οποίο η Ελλάδα έχει ένα τεράστιο δυναμικό και μια πολύτιμη τεχνογνωσία και αφ΄ ετέρου η Ουγγαρία έχει μεγάλη εμπειρία στην αιολική και τη γεωθερμική ενέργεια.
Δίνοντας το στίγμα της εξωστρεφούς Ελλάδας, αναφέρθηκε μεταξύ άλλων, στην οικοδόμηση οικονομικών σχέσεων με την Κίνα και στην προοπτική να μετατραπεί ο Πειραιάς στην κύρια πύλη του εμπορίου προς και από την Κίνα.
Σε όλες τις επαφές και τις ομιλίες του, ο κ. Κουβέλης έδωσε έμφαση στα συγκριτικά πλεονεκτήματα της καινοτομίας, της ποιότητας και της πράσινης ανάπτυξης και στο ρόλο που μπορούν να παίξουν, όχι μόνο για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, αλλά και για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, σε ένα μοντέλο αειφόρου -και όχι όποιας- ανάπτυξης.