Αγωνία για την κάλυψη του δημοσιονομικού κενού – Σημειωτόν οι μεταρρυθμίσεις – Φόβοι για ανατροπή της μισθολογικής πολιτικής
Ανύπαρκτη παραμένει μια βάση επί της οποίας θα μπορούσε να οριστικοποιηθεί μια συμφωνία της ελληνικής κυβέρνησης με τους ελεγκτές – εκπροσώπους των δανειστών μας -γεγονός που προκαλεί ισχυρό «πονοκέφαλο» στο Μαξίμου, παρά την αισιόδοξη δήλωση του υπουργού Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα, ότι σύντομα οι επικεφαλής της τρόικας θα βρίσκονται στην Αθήνα [βλ. σχετικά: Στουρνάρας: Η τρόικα θα έρθει τις επόμενες μέρες].
Το κυβερνητικό επιτελείο φοβάται πως, από την στιγμή που οι «διαπραγματεύσεις» εξαντλούνται σε απλή ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων, «αόρατων» για το ευρύ κοινό των Ελλήνων ψηφοφόρων, σαφώς η εικόνα του πρωθυπουργού, αλλά και αυτή των άμεσων συνεργατών του που καταλαμβάνουν υπουργικούς θώκους, φθείρονται ανεπανόρθωτα, προκαλώντας «επικοινωνιακή καταστροφή».
Στην αρνητική εικόνα της κυβέρνησης αρωγός είναι και η καθυστέρηση των μετταρυθμίσεων, με την αγωνία για την κάλυψη του δημοσιονομικού κενού να παρατείνεται, καθώς οι συζητήσεις όχι μόνο διεξάγονται με ρυθμούς… χελώνας αλλά επιπροσθέτως λαμβάνουν χώρα εντός ενός πραγματικά εκρηκτικού κλίματος αντιδράσεων (εσωκομματικών και εξωκομματικών). Κι αυτό, μόνον την αξιωματική αντιπολίτευση εξυπηρετεί, καθώς η δυναμική εξαντλείται σε μια ατέρμονη και στείρα πολιτικολογία χωρίς πρακτικό όφελος για τον σκληρά δοκιμαζόμενο λαό.
Ο κ. Σαμαράς ασφαλώς έχει αντιληφθεί ότι τα χρονικά περιθώρια στενεύουν. Εντός του επομένου μηνός κρίνεται ως άκρως αναγκαίο να τεθεί ένα τέλος στις συζητήσεις με τους εκπροσώπους των δανειστών μας, τονίζουν στελέχη του κόμματος, ώστε να δοθεί μια «ανάσα» στην εικόνα της κυβέρνησης. Προς τούτο, λένε, θα πρέπει άμεσα να προχωρήσουν οι διαρθρωτικές αλλαγές και να δοθεί ιδιαίτερο βάρος στα μέτρα που περιλαμβάνονται στην «εργαλειοθήκη» του ΟΟΣΑ. Μα και πάλι, οι αντιδράσεις των αγροτών (αλλά και κάποιων «γαλάζιων» βουλευτών της επαρχίας), όπως επίσης αυτές των Φαρμακοποιών και άλλων φορέων, δυναμιτίζουν την όλη προσπάθεια…
Χειρότερη η κατάσταση στο ΠΑΣΟΚ
Ακόμη χειρότερη είναι η κατάσταση στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ, παρά το ότι όλοι αντιλαμβάνονται πως μέχρι τέλος Μαρτίου θα πρέπει να εκταμιευτεί η προγραμματισμένη δόση.
Το ότι «δεν υπάρχουν καλά νέα», όπως τονίζει κορυφαίος υπουργός, «μας οδηγεί σε επαναλήψεις που μόνον καλό δεν κάνουν». Και σε αυτό βέβαια έρχεται τώρα να προστεθεί η φιλονικία για την διανομή των 17,5 εκατ. ευρώ από «μαύρο» χρήμα σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες.
Ανησυχία στο οικονομικό επιτελείο για το δημοσιονομικό κόστος της δικαίωσης εργασιακών κλάδων
Στην παρούσα φάση, σημαντικότερο πρόβλημα αποτελούν οι αποφάσεις που δικαιώνουν ολόκληρους εργασιακούς κλάδους, όπως για παράδειγμα η πρόσφατη απόφαση που δικαίωσε τις απαιτήσεις των ενστόλων, μετά την οποία ανοίγει ο δρόμος για την δικαστική διεκδίκηση των αιτημάτων πολλών ακόμη κλάδων. Σε τέτοια περίπτωση, ο «πονοκέφαλος» της κυβέρνησης αναμένεται να μετατραπεί αυτομάτως σε… εφιάλτη!
Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε αντισυνταγματική τη φορολόγηση των επιδομάτων που καταβάλλονται στους πανεπιστημιακούς και διατάσσει την επιστροφή των φόρων που επιβλήθηκαν αναδρομικά από τις 8 Ιουλίου του έτους 2002. Ειδικότερα, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την υπ’ αριθμ. 29/2014 απόφασή της, κρίνει αντισυνταγματική τη φορολόγηση του επιδόματος που καταβάλλεται στους πανεπιστημιακούς για τη «δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης και συμμετοχής σε συνέδρια», καθώς και του ειδικού ερευνητικού επιδόματος που λαμβάνουν τα μέλη του Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ) των πανεπιστημίων (ΑΕΙ).
Το Β’ Τμήμα του ΣτΕ το 2012 είχε κρίνει ότι είναι αντισυνταγματική η φορολόγηση της μηνιαίας αποζημίωσης που χορηγείται στους πανεπιστημιακούς καθηγητές για τη δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης και για συμμετοχή σε συνέδρια (2.112 ευρώ ετησίως), αλλά και το ειδικού ερευνητικού επιδόματος για την πραγματοποίηση μεταδιδακτορικής έρευνας και την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη προώθηση των ερευνητικών προγραμμάτων (3.169,4 ευρώ).
Ομως, λόγω της αντισυνταγματικότητας η υπόθεση παραπέμφθηκε από το Β’ Τμήμα στην Ολομέλεια του ΣτΕ για οριστική λύση. Η Ολομέλεια ακολούθησε τις απόψεις του Τμήματος και έκρινε ότι τα εν λόγω επιδόματα δεν αποτελούν προσαύξηση μισθού, δηλαδή εισόδημα. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το άρθρο 78 του Συντάγματος και το άρθρο 4 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, δεν φορολογούνται.
Επίσης, η Ολομέλεια αναφέρει στην απόφασή της ότι η μη φορολόγηση των επιδομάτων αυτών δεν αποτελεί «συγκεκαλυμμένο φορολογικό προνόμιο» υπέρ των μελών του διδακτικού προσωπικού των ΑΕΙ της χώρας.
Το σχετικό απόσπασμα της απόφασης του ΣτΕ είναι το ακόλουθο:
«Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αφού έλαβε υπόψη ότι η πάγια μηνιαία αποζημίωση για δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης και για συμμετοχή σε συνέδρια χορηγείται στα μέλη του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων για την κάλυψη των δαπανών, στις οποίες αυτά υποβάλλονται για τη δημιουργία και διαρκή ενημέρωση βιβλιοθήκης, καθώς και για τη συμμετοχή σε επιστημονικά συνέδρια, οι οποίες, κατά τα κοινώς γνωστά, είναι απαραίτητες για τη διαρκή επιστημονική τους ενημέρωση, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η προαγωγή της επιστήμης, της έρευνας και της διδασκαλίας στο χώρο των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, έκρινε ότι η εν λόγω παροχή έχει αποζημιωτικό χαρακτήρα για την κάλυψη των εν λόγω δαπανών, το δε ύψος της δεν υπερβαίνει το κατά κοινή πείρα εύλογο μέτρο, και, ως εκ τούτου, δεν αποτελεί φορολογητέο εισόδημα κατά την έννοια του άρθρου 78 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 4 παρ.1 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ούτε συγκεκαλυμμένο φορολογικό προνόμιο υπέρ των μελών του διδακτικού προσωπικού των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων. Η κρίση αυτή είναι νόμιμη, πρέπει δε να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου λόγοι αναιρέσεως».
Σημειώνεται ότι η φορολόγηση των εν λόγω επιδομάτων ξεκίνησε από τις 8/7/2002, μετά την εφαρμογή του άρθρου 12 του Ν. 3052/2002. Τα συγκεκριμένα επιδόματα από το 2002 ήταν 176 ευρώ για το λέκτορα και τον επίκουρο καθηγητή, 264 ευρώ για τον αναπληρωτή και 411 ευρώ για τον καθηγητή. Από το 2013 διαμορφώθηκαν αντίστοιχα σε 128, 184 και 273 ευρώ.
Σύμφωνα με την απόφαση, το Δημόσιο καλείται τώρα να επιστρέψει αναδρομικά τους φόρους που επέβαλε επί αυτών των ποσών στους δικαιούχους, για μια σειρά 11 ετών. Ομως στο υπουργείο Οικονομικών φοβούνται πως η απόφαση μπορεί να αποτελέσει δεδικασμένο και για άλλους εργαζομένους, του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα, των οποίων φορολογούνται αντίστοιχα επιδόματα, τα οποία μπορεί να κριθούν πως δεν αποτελούν προσαύξηση εισοδήματος.
Ανησυχία για τις επόμενες αποφάσεις δικαστηρίων
Στελέχη του ΥΠΟΙΚ αρνήθηκαν να σχολιάσουν την απόφαση του ΣτΕ, αλλά σύμφωνα με υπηρεσιακούς παράγοντες, το κόστος ανέρχεται σε μερικά εκατομμύρια ευρώ (αφορά φόρους 11 ετών), αλλά το πότε και το πώς θα επιστραφούν είναι άγνωστο.
Ωστόσο, είναι έντονος ο προβληματισμός στο υπουργείο Οικονομικών από τις αποφάσεις των δικαστηρίων, αφού λίγες μέρες νωρίτερα προηγήθηκε η απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας για τους ένστολους, η οποία θα κοστίσει τουλάχιστον 300 εκατ. ευρώ, με το ποσό να κλιμακώνεται προς τα πάνω, ανάλογα με το εύρος της εφαρμογής της.
Χθες, εξάλλου, ο πρωθυπουργός Αντ. Σαμαράς ανέφερε ότι από το πλεόνασμα του προϋπολογισμού του 2013 ένα μέρος θα διατεθεί στους ένστολους, που σημαίνει πως η κυβέρνηση θα υλοποιήσει τη σχετική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Πληροφορίες αναφέρουν ότι για να μετριαστεί το δημοσιονομικό κόστος, από μία εκτεταμένη εφαρμογή, θα υπάρξουν ρυθμίσεις οι οποίες θα επιβραδύνουν την αύξηση των αποδοχών των ένστολων, λόγω της απόφασης σε επίπεδα που «αντέχει» ο προϋπολογισμός.
Μπορεί ο προϋπολογισμός να αντέχει το βάρος από την αποκατάσταση των αποδοχών των ένστολων, δεν θα αντέξει όμως το βάρος άλλων αποφάσεων επί προσφυγών που εκκρεμούν στα δικαστήρια.
Σύμφωνα με πληροφορίες, εκκρεμούν αποφάσεις δικαστηρίων και για άλλες προσφυγές που συνεπάγονται μεγάλο δημοσιονομικό κόστος, αν γίνουν αποδεκτές.
Ειδικότερα, στο ανώτατο δικαστήριο εκκρεμούν επίσης προσφυγές που αφορούν τις περικοπές του εφάπαξ των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά και ασφαλιστικών ταμείων που δεν λαμβάνουν επιχορηγήσεις από τον κρατικό προϋπολογισμό. Εάν γίνουν δεκτές, γεγονός που δεν μπορεί να αποκλειστεί, θα προκαλέσουν τεράστια δημοσιονομική επιβάρυνση, την οποία δεν θα μπορεί να αντέξει ο κρατικός προϋπολογισμός χωρίς να περικόψει άλλες δαπάνες.
Ακόμη, ιδιαίτερα σημαντική είναι η διαπίστωση πως εκδίδονται αποφάσεις για προσφυγές που υποβλήθηκαν στην προηγούμενη δεκαετία και εκδικάζονται τώρα.
Το κόστος για τους ένστολους
Το κόστος στον προϋπολογισμό από την εφαρμογή της απόφασης του δικαστηρίου για τους ένστολους ξεκινά από 300 εκατ. ευρώ, αλλά η επέκταση εφαρμογής σε άλλα μισθολόγια δημιουργεί τεράστιες «τρύπες» στον προϋπολογισμό.
Η απόφαση ανοίγει το δρόμο για προσφυγές από άλλες κατηγορίες υπαλλήλων των ειδικών μισθολογίων, όπως είναι πανεπιστημιακοί, γιατροί του ΕΣΥ, ιερείς, ερευνητές, κ.λπ. κατηγορίες, οι αποδοχές των οποίων μειώθηκαν.
Με βάση το ανεπίσημο κοστολόγιο του υπουργείου Οικονομικών η επιστροφή των αναδρομικών για το διάστημα Αυγούστου 2012-Δεκεμβρίου 2012 στους ένστολους σημαίνει κόστος 90 εκατ. ευρώ. Επίσης για το 2013 το κόστος υπολογίζεται σε 230 εκατ. ευρώ.
Υπάρχουν όμως και οι συνταξιούχοι ένστολοι, οι αποδοχές των οποίων αυτόματα θα αυξηθούν και το δημοσιονομικό κόστος υπολογίζεται σε 100 εκατ. ευρώ. Επίσης, υπάρχει και πρόσθετο κόστος ύψους 70 εκατ. ευρώ εάν η απόφαση του ΣτΕ κρίνει αντισυνταγματικό και το πάγωμα των προαγωγών στους ένστολους.
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι ήδη με άλλες αποφάσεις του μισθοδικείου, το υπουργείο Οικονομικών καλείται να επιστρέψει και 200 εκατ. ευρώ στους δικαστικούς εντός του 2014.