Η Ελλάδα θα μπορούσε να εξοικονομήσει 16 δισεκατομμύρια ευρώ εάν εκμεταλλευθεί πλήρως τις τεχνολογίες δέσμευσης και αποθήκευσης CO2 (CCS), σύμφωνα με σχετική έκθεση που δημοσίευσε η περιβαλλοντική ΜΚΟ Bellona, στις 10 Δεκεμβρίου. Η έκθεση με τίτλο «A bridge to a greener Greece: A realistic assessment of CCS potential» κάνει μια ρεαλιστική και μακροπρόθεσμη εκτίμηση των οικονομικών και περιβαλλοντικών συνεπειών της εφαρμογής των CCS στην Ελλάδα.
Οι CCS είναι ένα σύνολο τεχνολογιών που περιλαμβάνουν τη δέσμευση του CO2 από μεγάλα σημεία εκπομπής του και στη συνέχεια τη μόνιμη αποθήκευσή του σε υπόγειους γεωλογικούς σχηματισμούς. Το συμπέρασμα της έκθεσης είναι ότι η έγκαιρη και ευρεία εφαρμογή των CCS σε μεγάλες ενεργειακές και βιομηχανικές μονάδες θα μείωνε την ετήσια έκκληση CO2 στην Ελλάδα κατά 28,7 εκατομμύρια τόνους CO2, που αντιστοιχεί σε περισσότερους από τους μισούς ρύπους CO2 που εκλύονται αυτή τη στιγμή στη χώρα, και θα οδηγούσε σε συνολικά κέρδη της τάξεως των 16 εκατομμυρίων ευρώ έως το 2050 έναντι ενός σεναρίου χωρίς καμία εφαρμογή των CCS στην Ελλάδα.
Η Ελλάδα στις επόμενες δεκαετίες θα αντιμετωπίσει αναμφισβήτητα μια διπλή πρόκληση: να ανταποκριθεί στην ανάγκη περιορισμού των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου και να βρει τρόπους να ενθαρρύνει θετικές επενδύσεις για να δημιουργήσει οικονομική ανάπτυξη. «Παρατηρείται αυτή τη στιγμή μια θετική και αναγκαία ώθηση στην ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην Ελλάδα, όπου οι επενδύσεις αυξάνονται δυναμικά.
Αλλά δεδομένου ότι η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο μερίδιο στην ΕΕ ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη, την πλέον ρυπογόνο πηγή ενέργειας, η ανάγκη να εξετασθεί και ο πιθανός ρόλος που θα μπορούσε να διαδραματίσει η δέσμευση και αποθήκευση CO2 είναι άμεση», εξηγεί ο Eivind Hoff, Διευθυντής Bellona Ευρώπης.
Για να αξιολογήσει τον περιβαλλοντικό και οικονομικό αντίκτυπο των CCS η έκθεση εξετάζει τρία πιθανά σενάρια: «καμία εφαρμογή των CCS», «περιορισμένη εφαρμογή των CCS» και «ευρεία εφαρμογή των CCS» βασισμένα σε δημοσιευμένες προβλέψεις του Υπουργείου Ενέργειας, Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (ΥΠΕΚΑ) σχετικά με τη μελλοντική ενεργειακή στρατηγική της χώρας. Το σενάριο ευρείας εφαρμογής αποφέρει όχι μόνο τις μεγαλύτερες μειώσεις ρύπων, αλλά και τις χαμηλότερες τιμές παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Επιπλέον, ο συνδυασμός της ευρείας εφαρμογής των CCS με μικτή καύση βιομάζας και άνθρακα θα επέτρεπε στον ελληνικό ενεργειακό τομέα να αποκτήσει αρνητικό ισοζύγιο ρύπων έως το 2030, ουσιαστικά αφαιρώντας CO2 από την ατμόσφαιρα κατά την παραγωγή ενέργειας.
Η έκθεση επίσης αξιολογεί ποιες μονάδες παραγωγής ενέργειας και βιομηχανικές μονάδες θα ήταν υποψήφιες για εφαρμογή των CCS, προχωρώντας σε συγκεκριμένες προτάσεις σχετικά με τον χρόνο εφαρμογής καθώς και για κατάλληλες περιοχές αποθήκευσης του CO2. «Λαμβάνοντας υπόψη το σχέδιο του ΥΠΕΚΑ για τρείς νέες λιγνιτικές μονάδες καθώς και περίπου είκοσι νέες μονάδες φυσικού αερίου μέχρι το 2030, που πρόκειται να εκλύουν τεράστιες ποσότητες CO2, οι CCS στον τομέα της παραγωγής ενέργειας είναι πράγματι απαραίτητες» υπογραμμίζει ο Eivind Hoff. Σύμφωνα με το σενάριο ευρείας εφαρμογής, οι CCS θα πρέπει να εφαρμοσθούν σε όλες τις μονάδες λιγνίτη και φυσικού αερίου με ορίζοντα λειτουργίας πέραν του 2025 και σε όλες τις μεγάλες βιομηχανικές μονάδες, όπως διυλιστήρια και εργοστάσια παραγωγής τσιμέντου έως το 2040.
Για να επιτύχει το στόχο της ευρείας εφαρμογής των CCS, η Ελλάδα θα πρέπει να επιδιώξει εφαρμογές των εν λόγω τεχνολογιών το δυνατόν συντομότερο. Η ρουμανική κυβέρνηση πρόσφατα έλαβε την απόφαση να στηρίξει δυναμικά ένα έργο CCS μεγάλης κλίμακας στην χώρα αυτή. «Η Ελλάδα, που είναι μια από της χώρες της ΕΕ με την υψηλότερη κατά κεφαλήν έκκληση CO2 εξαιτίας του μεγάλου ρόλου των υδρογονανθράκων στην παραγωγή ενέργειας θα πρέπει να κάνει τα ίδιο. Η αυξανόμενη τιμή του CO2 εξαιτίας του ευρωπαϊκού συστήματος εμπορίας ρύπων θα κάνει οικονομικά συμφέρουσα τη δέσμευση και αποθήκευση CO2 σε σύγκριση με την απρόσκοπτη έκκληση CO2 και την αγορά δικαιωμάτων ρύπων», τονίζει ο Eivind Hoff.
Η έκθεση σκιαγραφεί ένα ελπιδοφόρο πρώτο πρόγραμμα για την εφαρμογή των CCS στην Ελλάδα: Αυτή τη στιγμή σχεδιάζονται τρεις νέες λιγνιτικές μονάδες στη Δυτική Μακεδονία, δημιουργώντας τη δυνατότητα κοινών υποδομών και οικονομιών κλίμακας, επίσης το πετρελαϊκό κοίτασμα του Πρίνου στο Βόρειο Αιγαίο χρειάζεται άμεσα διοχέτευση CO2 για να εξαχθεί περισσότερο πετρέλαιο και για να παραμείνει ενεργό. Η εισπίεση CO2 στον Πρίνο υπολογίζεται να αποφέρει επιπλέον 7 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου, που με τις σημερινές τιμές ισοδυναμούν με 630 εκατομμύρια ευρώ. Αυτό θα απέφερε σημαντικό όφελος στην ελληνική κυβέρνηση που είναι ο ιδιοκτήτης του Πρίνου.
Σε επόμενα έργα CCS θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν τάνκερ που φέρνουν υγροποιημένο αέριο (LNG) στην Ελλάδα από την Αλγερία και την Αίγυπτο: Καθώς το CO2 είναι πιο εύκολα διαχειρίσιμο από το LNG, τάνκερ διπλού σκοπού έχουν εξαιρετικές προοπτικές να μεταφέρουν LNG στην Ελλάδα και να επιστρέφουν με CO2 π.χ. στην Αλγερία. Πράγματι οι ταμιευτήρες υδρογονανθράκων είναι εξ ορισμού ασφαλείς χώροι αποθήκευσης CO2 καθώς διατηρούσαν για εκατομμύρια χρόνια αέριο ή πετρέλαιο. Η θαλάσσια μεταφορά CO2 θα μπορούσε να αποτελέσει μια σημαντική νέα αγορά για τους έλληνες πλοιοκτήτες σύμφωνα με την έκθεση.
«Με βάση τα αποτελέσματα της έκθεσης του Ιδρύματος Bellona, η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να πάρει μια υπεύθυνη θέση για αυτό το ζήτημα. Χρησιμοποιώντας τις γνώσεις και την εμπειρία του μεγάλου αριθμού ελλήνων ειδικών στις τεχνολογίες αυτές θα πρέπει να αρχίσει να κάνει τα πρώτα βήματα για την επωφελή εφαρμογή τους στη χώρα» καταλήγει ο Eivind Hoff.
Έντυπα και ηλεκτρονικά αντίτυπα της έκθεσης έχουν δοθεί σε μεγάλο αριθμό ενδιαφερόμενων οργανισμών, συμπεριλαμβανομένων και εκπροσώπων της ΔΕΗ και του ΥΠΕΚΑ.