Για να επιτευχθούν οι στόχοι των χαμηλών εκπομπών άνθρακα, είναι απαραίτητες οι σωστές διοικητικές δομές που θα εφαρμόζουν τις πολιτικές, ενώ θα πρέπει να συνεκτιμώνται όλες οι εναλλακτικές λύσεις και οι κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις τους.
Αυτά είναι μερικά από τα συμπεράσματα της 1ης Συνάντησης του Περιφερειακού Δικτύου για τις Πολιτικές Χαμηλών Εκπομπών Άνθρακα στη ΝΑ Ευρώπη, με οργανωτή το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών.
Η ημερίδα πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του διακρατικού έργου LOCSEE (Low Carbon South East Europe), στο οποίο συμμετέχουν 10 χώρες της περιοχής και 17 εταίροι από Υπουργεία Περιβάλλοντος και εθνικούς επιστημονικούς ερευνητικούς φορείς.
Κατά τη διάρκεια της Ημερίδας εξετάστηκαν βασικοί άξονες των πολιτικών χαμηλών εκπομπών άνθρακα στη ΝΑ Ευρώπη, όπως είναι οι οικονομικές διαστάσεις μιας μεγάλης διείσδυσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην ενεργειακή αγορά, καθώς και τα βασικά εμπόδια για τη διείσδυση σε μεγάλη κλίμακα των μέτρων βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης.
Η πρώτη συνάντηση του Περιφερειακού Δικτύου κατάφερε να θέσει τις βάσεις για τη δημιουργία ενός ισχυρού δικτύου επικοινωνίας, ενημέρωσης και συνεργασιών στις χώρες τις ΝΑ Ευρώπης, για τον εντοπισμό των εμποδίων και ευκαιριών, την ανάδειξη καλών πρακτικών μείωσης εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, και την ανταλλαγή εμπειριών και προτάσεων της εφαρμογής της σχεδιασμένης πολιτικής στην πράξη.
Εκπροσωπώντας το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών (ΕΑΑ), που διοργάνωσε την Ημερίδα ως ο Έλληνας εταίρος στο έργο LOCSEE, η Έλενα Γεωργοπούλου, κύρια ερευνήτρια στο ΕΑΑ, τονίζει: «Η συνάντηση ανέδειξε τη σημασία της σωστής δομής για τη διείσδυση των ΑΠΕ και εξοικονόμησης ενέργειας που θα λαμβάνει υπόψη της τις εθνικές συνθήκες, αλλά και τις βασικές πηγές αβεβαιότητας που επηρεάζουν σημαντικά την οικονομική διάσταση των επιλογών που γίνονται. Η Πολιτεία οφείλει, σε κάθε κράτος, να δημιουργεί ένα σαφές, ασφαλές και σταθερό περιβάλλον για τους υποψήφιους επενδυτές εάν θέλει να πετύχει υψηλή αλλά και βιώσιμη διείσδυση των ΑΠΕ και των μέτρων εξοικονόμησης ενέργειας».
Από την πλευρά του ο κος Δημήτρης Λάλας, εξωτερικός επιστημονικός συνεργάτης του ΕΑΑ για το συγκεκριμένο έργο, τόνισε ότι ξεκίνησε, κάτω από την σκιά της κρίσης, μια αμφισβήτηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση της οικονομικότητας των ΑΠΕ, κυρίως από αυτούς που θα θιγούν από τη μεγάλη διείσδυση.
Για τον λόγο αυτό θα πρέπει οι αποφασίζοντες να κατανοούν σε βάθος τις σχετικές μελέτες κόστους-οφέλους. Όπως επισήμανε στην Ημερίδα, «Η διείσδυση των ΑΠΕ οδηγεί σε μείωση του συνολικού κόστους της ενέργειας. Εκτιμήσεις που δεν λαμβάνουν υπόψη όλα τα κόστη, τις εθνικές συνθήκες, το δυναμικό, τις τεχνολογίες, καθώς και τις παραμέτρους αβεβαιότητας συχνά οδηγούν σε λάθος σχεδιασμούς».
Την ανάγκη να βλέπουμε όλα τα οφέλη, άμεσα και έμμεσα, από τις δράσεις ενίσχυσης των ΑΠΕ και βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης τόνισε και ο κος Σεβαστιανός Μοιρασγεντής, Κύριος Ερευνητής στο ΕΑΑ.
«Το πιο πετυχημένο πρόγραμμα στην Ελλάδα ήταν οι ηλιακοί θερμοσίφωνες: έφεραν θέσεις εργασίας, ανάπτυξη στην αγορά, έσοδα για το κράτος, εξοικονόμηση ενέργειας για τον πολίτη, ενώ τα οικονομικά κίνητρα απομακρύνθηκαν τη στιγμή που έπρεπε.
Έτσι, βελτιώνοντας την ενεργειακή απόδοση δεν εξοικονομούμε απλώς ενέργεια, αλλά βελτιώνουμε και τις συνθήκες θερμικής άνεσης εντός των κτιρίων, κάτι στο οποίο πάσχουν οι κοινωνικές ομάδες με πραγματικά χαμηλά εισοδήματα.
Τα φτωχά νοικοκυριά δεν μπορούν να αναλάβουν το αρχικό κόστος επένδυσης, εδώ λοιπόν πρέπει να παρέμβει αναλαμβάνοντας αυτήν την κοινωνική και ενεργειακή επένδυση η Πολιτεία. Με άλλα λόγια, είναι σημαντικό να ξανασκεφτούμε εθνικά και κοινωνικά με αυτήν την έννοια και όχι στενά από την πλευρά της ενεργειακής εξοικονόμησης», επεσήμανε ο κ. Μοιρασγεντής.
Ανάμεσα στα βασικά συμπεράσματα της Ημερίδας ήταν ότι για να επιτευχθούν οι στόχοι των χαμηλών εκπομπών άνθρακα, χρειάζεται να δημιουργηθούν σωστές διοικητικές δομές που θα εφαρμόσουν τις πολιτικές. Επίσης, θα πρέπει να συνεκτιμώνται όλες οι εναλλακτικές λύσεις και οι κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις τους, όπως τα έμμεσα οφέλη (π.χ. βελτίωση του ατμοσφαιρικού περιβάλλοντος, νέες θέσεις εργασίας, ενεργειακή ασφάλεια, κ.λπ.) που είναι πολύ σημαντικά, ιδιαίτερα για την περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Ωστόσο, τα οφέλη αυτά χρειάζεται να κοινοποιηθούν αποτελεσματικά σε όσους καλούνται να λάβουν αποφάσεις, καθώς και στους πολίτες που καλούνται να στηρίξουν και σε μεγάλο βαθμό να εφαρμόσουν τις πολιτικές χαμηλών εκπομπών άνθρακα.
Ένα ακόμη συμπέρασμα της Ημερίδας ήταν ότι οι στόχοι για τις χαμηλές εκπομπές άνθρακα πρέπει να είναι ρεαλιστικοί και να μπορούν να χρηματοδοτηθούν. Για να γίνει αυτό χρειάζεται να εξετάζονται νέα χρηματοδοτικά εργαλεία και να υπάρχει συνεχής πληροφόρηση από την αγορά.
Τέλος, διαπιστώθηκε ότι οι συμμαχίες μεταξύ των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης είναι απαραίτητες, όχι μόνο στο πλαίσιο που σχετίζεται με την ενέργεια, αλλά επειδή μπορούν να καλύπτουν έναν ευρύ κύκλο από οικονομικές και κοινωνικές δραστηριότητες και με μεγάλη προστιθέμενη αξία.