Διεθνής ομάδα ερευνητών από τη Σουηδία, τον Καναδά και την Μεγάλη Βρετανία ανακάλυψε πως η συνεχιζόμενη αύξηση της οξύτητας των ωκεανών θα οδηγήσει σε αισθητή αλλοίωση της γεύσης των γαρίδων του ωκεανού.
Η επιστημονική ομάδα επαλήθευσε τη θεωρία της μεγαλώνοντας δοκιμαστικές ομάδες γαρίδων σε νερά με υψηλότερη οξύτητα και ελέγχοντας στη συνέχεια τη γεύση τους με τη βοήθεια εθελοντών.
Προηγούμενες έρευνες έχουν επιβεβαιώσει πως η αυξημένη απορρόφηση διοξειδίου του άνθρακα από την ατμόσφαιρα έχει ως αποτέλεσμα την άνοδο της οξύτητας των ωκεανών. Η αύξηση αυτή, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη άνοδο της θερμοκρασίας, είναι ιδιαίτερα πιθανό να προκαλέσει δυσμενείς και αγχωτικές συνθήκες για τις γαρίδες, με συνέπεια το ιδιαίτερα δημοφιλές έδεσμα να μην έχει πλέον τόσο ευχάριστη γεύση.
Είναι εξακριβωμένο πως τα ζώα που ζουν υπό αγχώδεις συνθήκες εμφανίζουν ποιοτική πτώση στη γεύση. Για παράδειγμα σε αρκετά σφαγεία η θανάτωση του κάθε ζώου γίνεται ακαριαία και απομονωμένα από τα υπόλοιπα ζώα προκειμένου να μη βιώνουν στρες. Οι ερευνητές θεώρησαν πως είναι λογικό κάτι αντίστοιχο να συμβαίνει και στους θαλάσσιους οργανισμούς.
Η επιστημονική ομάδα μεγάλωσε γαρίδες για τρεις εβδομάδες σε νερό με pH 7.5, δηλαδή σε επίπεδα οξύτητας που τα κλιματικά μοντέλα προβλέπουν για το έτος 2100, αντί για την τρέχουσα τιμή 8. Παράλληλα διατήρησαν τη θερμοκρασία σε ελαφρώς υψηλότερα επίπεδα για να προσομοιώσουν την προβλεπόμενη παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας ως το τέλος του αιώνα. Άλλες ομάδες ελέγχου μεγάλωσαν υπό φυσιολογικές συνθήκες, και στη συνέχεια όλες οι γαρίδες μαγειρεύτηκαν από επαγγελματίες σεφ και βαθμολογήθηκαν από εθελοντές.
Τα αποτελέσματα έδειξαν πως οι «φυσιολογικές» γαρίδες είχαν 3,4 φορές μεγαλύτερες πιθανότητες να χαρακτηριστούν ως οι πιο γευστικές, σε αντίθεση με αυτές που μεγάλωσαν σε πιο όξινο περιβάλλον που είχαν 2,6 μεγαλύτερες πιθανότητες να χαρακτηριστούν ως οι λιγότερο γευστικές. Εξάλλου οι ερευνητές παρατήρησαν πως οι γαρίδες των πιο όξινων και θερμών υδάτων είχαν 1,6 φορές μεγαλύτερες πιθανότητες να πεθάνουν κατά τη διάρκεια των τριών εβδομάδων.