Η αύξηση της παγκόσμιας μέσης θερμοκρασίας πρέπει να διατηρηθεί κάτω από 2°C άνω των προβιομηχανικών επιπέδων, ώστε να αποφευχθούν τα χειρότερα.
Αυτός είναι ο στόχος που τέθηκε στην Διάσκεψη για την Κλιματική Αλλαγή, στο Παρίσι (COP21).
Οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, ιδίως του διοξειδίου του άνθρακα από τη χρήση ορυκτών καυσίμων, απειλούν ευθέως τον πλανήτη και την ανθρωπότητα. Τα βλέμματα είναι στραμμένα στο Παρίσι και το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στις ΗΠΑ και την Κίνα, οι οποίες ευθύνονται από κοινού για το 40% των παγκόσμιων ρύπων.
Στην ΕΕ οι πηγές εκπομπών ρύπων είναι ο ενεργειακός εφοδιασμός (32,6%), οι μεταφορές (20,2%), η βιομηχανία (19,9%), τα νοικοκυριά/εμπορικά κτήρια (12,2%), ο αγροτικός τομέας (11,9%) και τα απορρίμματα κ.ά. (3,2%). Σε παγκόσμιο επίπεδο, την ευθύνη για τους περισσότερους ρύπους έχουν κατά σειρά οι Κίνα, ΗΠΑ, Ινδία, Ρωσία, Ιαπωνία, Γερμανία, Ν.Κορέα, Ιράν, Σ.Αραβία, Καναδάς.
Η κλιματική αλλαγή και οι επιπτώσεις της
Η αλλαγή του κλίματος, όπως αναφέρει δημοσίευμα της Ναυτεμπορικής, μπορεί να διαταράξει ανθρώπινες ζωές, να αποσταθεροποιήσει κοινωνίες, να διαταράξει την ανάπτυξη και να συμβάλει στην ενίσχυση των προσφυγικών ροών. Η σταδιακή θέρμανση του πλανήτη έχει ως εμφανές αποτέλεσμα την άνοδο της στάθμης της θάλασσας (κατά μέσον όρο 19 εκατοστόμετρα από το 1901 έως το 2010). Κάθε άνοδος της στάθμης της θάλασσας κατά μισό μέτρο είναι πιθανόν να προκαλέσει μετακίνηση 72 εκατ. ανθρώπων. Τα τελευταία 30 χρόνια η Ευρώπη έχει γνωρίσει αύξηση των ακραίων καιρικών φαινομένων κατά 60% (με απώλειες 84.000 ανθρώπων και ζημιές 380 δισ. ευρώ).
Πολικοί πάγοι λιώνουν και παγετώνες υποχωρούν. Η στάθμη της θάλασσας ανεβαίνει και απειλεί την ύπαρξη κρατών με νησιωτικές και παράκτιες κοινότητες. Εκατομμύρια άνθρωποι κινδυνεύουν από πλημμύρες και στέρηση πόρων γλυκού νερού.
Ακραία καιρικά φαινόμενα όπως πλημμύρες, ξηρασίες και καύσωνες γίνονται πιο συχνά ή πιο σοβαρά και δαπανηρά σε ορισμένα σημεία του πλανήτη. Οι επιπτώσεις περιλαμβάνουν μείωση της διαθεσιμότητας νερού και της απόδοσης καλλιεργειών, θέτοντας σε κίνδυνο την παραγωγή τροφίμων. Ιδιαίτερα ευάλωτες είναι οι αναπτυσσόμενες χώρες.
Η κλιματική αλλαγή έχει άμεσες επιπτώσεις στην υγεία του ανθρώπου. Για παράδειγμα, οι καύσωνες συμβάλλουν σε χιλιάδες πρόωρους θανάτους. Η υπερθέρμανση του πλανήτη μπορεί επίσης να ενθαρρύνει την εξάπλωση τροπικών ασθενειών όπως η ελονοσία και ο δάγκειος πυρετός.
Η κλιματική αλλαγή επιδεινώνει άλλες ανθρώπινες πιέσεις στη φύση. Είδη φυτών και ζώων θα βρεθούν σε αυξημένο κίνδυνο εξαφάνισης, εάν οι μέσες παγκόσμιες θερμοκρασίες εξακολουθήσουν να αυξάνονται ανεξέλεγκτα. Κοραλλιογενείς ύφαλοι, ζωτικής σημασίας για τα ψάρια και τη θαλάσσια ζωή, ήδη στα σημερινά επίπεδα θερμοκρασιών, έχουν υποστεί εκτεταμένες ζημιές.
Μέσα από τις επιπτώσεις στους υδάτινους πόρους και την παραγωγή τροφίμων, η κλιματική αλλαγή θα μπορούσε να απειλήσει την περιφερειακή και διεθνή ασφάλεια από την ενεργοποίηση ή την επιδείνωση συγκρούσεων, λιμών και μετακινήσεων προσφύγων.
Η αντίδραση της ΕΕ
Από το 1990 οι εκπομπές στην ΕΕ έχουν μειωθεί κατά 23%, με το ΑΕΠ να έχει αυξηθεί κατά 46%. Άλλωστε, από το 2002 έως το 2011 αυξήθηκε η απασχόληση σε «πράσινες» θέσεις εργασίας: από 3 σε 4,2 εκατ. άτομα. Το 80% των εκπομπών στην ΕΕ προέρχεται από την παραγωγή και τη χρήση της ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων των μεταφορών. Συνεπώς, ο περιορισμός τους εξαρτάται από την εξοικονόμηση ενέργειας – κάτι που απαιτεί επανασχεδιασμό του τρόπου ζωής, εκπαίδευσης και εργασίας στο πλαίσιο μιας οικονομίας με χαμηλές ανθρακούχες εκπομπές που θα χρησιμοποιεί περισσότερο καθαρές τεχνολογίες και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, περιορίζοντας τη χρήση ορυκτών καυσίμων.
Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΕ έχει θέσει τους εξής στόχους:
– Μείωση των ρύπων κατά 20% έως το 2020.
– Μείωση των εκπομπών θερμοκηπιακών αερίων κατά 40% μέχρι το 2030 και κατά 80-95% μέχρι το 2050.
– Παραγωγή του 27% της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές μέχρι το 2030.
– Εξοικονόμηση ενέργειας κατά 27%.
– Μείωση των ρύπων κατά 80-95% κάτω από τα επίπεδα του 1990 έως το 2050.
– Συγχρόνως, έχει δημιουργήσει σύστημα εμπορίας εκπομπών που καλύπτει περίπου 11.000 σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής και βιομηχανίες.
Οι στόχοι στο Παρίσι
Στη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το κλίμα που διεξάγεται στο Παρίσι, από τις 30 Νοεμβρίου έως τις 11 Δεκεμβρίου, συμμετέχουν περισσότερες από 170 χώρες οι οποίες καλύπτουν περισσότερο από το 95% των εκπομπών αερίων. Η συνάντηση ονομάζεται COP21; Το COP είναι το ακρωνύμιο για τη «διάσκεψη των συμβαλλόμενων μερών» του 1992 στο Ρίο, που οδήγησε στη σύμβαση την οποία έχουν τώρα εγκρίνει οι 195 χώρες. Από το 1995 έχουν γίνει 20 διασκέψεις. Αυτή είναι η 21η και στοχεύει στα εξής:
– «Φιλόδοξους στόχους μείωσης των εκπομπών (κατά 60% μέχρι το 2050 σε σύγκριση με το 2010 και κατάργηση της χρήσης του άνθρακα σε παγκόσμιο επίπεδο μέχρι το τέλος του αιώνα), ώστε να περιοριστεί η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας στους 2ο C».
– «Δίκαιες και φιλόδοξες δεσμεύσεις από όλα τα μέρη, ιδίως από τις χώρες με τις μεγαλύτερες ευθύνες και ικανότητες».
– «Πολυμερώς συμφωνηθέντες κανόνες για διαφάνεια και ανάληψη ευθυνών».
– «Δυναμική αναθεώρηση για ενίσχυση των φιλοδοξιών σε βάθος χρόνου».
– «Ισχυρή υποστήριξη των αναπτυσσόμενων χωρών».
Μετά τη συμφωνία του Κιότο, το 1997, μόνο 38 χώρες έχουν θέσει συγκεκριμένους στόχους καλύπτοντας το 12% των παγκόσμιων ρύπων. Η συνάντηση της Κοπεγχάγης το 2009 δεν απέφερε συγκεκριμένο πλαίσιο δέσμευσης. Η διεθνής διάσκεψη του Παρισιού φιλοδοξεί να διαμορφώσει ένα πλαίσιο δράσης που θα υιοθετηθεί μέσα στο 2015 και θα εφαρμοστεί από το 2020.
Κλίμα και χρηματοδότηση
Οι ανεπτυγμένες χώρες έχουν συμφωνήσει στην κινητοποίηση 100 δισ. δολαρίων ετησίως μέχρι το 2020 με στόχο τη δράση για το κλίμα στις αναπτυσσόμενες χώρες. Πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ και της Πρωτοβουλίας για την Κλιματική Πολιτική καταδεικνύει ότι το 2014 κινητοποιήθηκαν 62 δισ. δολάρια. Τη μεγαλύτερη συμβολή είχε η ΕΕ, η οποία το 2014 προσέφερε 14,5 δισ. ευρώ στη δημόσια χρηματοδότηση για το κλίμα (επιχορηγήσεις και δάνεια). Περίπου 14 δισ. ευρώ, κατά μέσο όρο 2 δισ. τον χρόνο, από δημόσιες επιχορηγήσεις του προϋπολογισμού της ΕΕ, θα διατεθούν για τη στήριξη δραστηριοτήτων σε αναπτυσσόμενες χώρες για την περίοδο 2014-2020.
Το κλίμα και οι Ευρωπαίοι
Το 91% των Ευρωπαίων θεωρεί την κλιματική αλλαγή «σοβαρό» πρόβλημα, το 69% «πολύ σοβαρό» και το 22% «αρκετά σοβαρό», σύμφωνα με τα ευρήματα του ευρωβαρόμετρου. Οι περισσότεροι (93%) συμφωνούν ότι η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής θα είναι αποτελεσματική μόνο αν όλες οι χώρες του κόσμου αναλάβουν κοινή δράση. Οι Ευρωπαίοι, στη μεγάλη τους πλειονότητα, στηρίζουν την εθνική δράση για βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης (92%) και για την αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (91%) μέχρι το 2030.
Το 81% των Ευρωπαίων πολιτών – και η σημαντική πλειονότητα των πολιτών σε κάθε χώρα – αναγνωρίζει ότι ο αγώνας κατά της κλιματικής αλλαγής και η αποδοτικότερη χρήση ενέργειας μπορούν να τονώσουν την οικονομία και να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας.
Το 93% όσων συμμετείχαν στην έρευνα είχαν ήδη προβεί σε κάποιες ενέργειες κατά της κλιματικής αλλαγής, όπως η μείωση και ανακύκλωση των απορριμμάτων (74%) και η προσπάθεια για μείωση των ειδών μίας χρήσης – πλαστικές σακούλες των σουπερμάρκετ και υπερβολικές συσκευασίες (57%).
«Ο πλανήτης μας, το μέλλον μας»
Σχεδόν 9 στους 10 ερωτώμενους στην Ελλάδα πιστεύουν ότι η κλιματική αλλαγή είναι ένα «πολύ σοβαρό» πρόβλημα (87%, ποσοστό πολύ υψηλότερο από τον μέσο όρο στην ΕΕ, που είναι 69%). Περίπου 6 στους 10 αναφέρουν ότι υπεύθυνες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής στην ΕΕ είναι οι εθνικές κυβερνήσεις, αριθμός υψηλότερος από οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους (61%, σε σύγκριση με τον μέσο όρο στην ΕΕ, που είναι 42%).
Μόνο 4 στους 10 δηλώνουν ότι έχουν προβεί προσωπικά σε κάποια ενέργεια για την καταπολέμηση τη κλιματικής αλλαγής τους τελευταίους 6 μήνες. Ωστόσο, όταν τους παρουσιάζεται ένας κατάλογος με πρακτικά μέτρα, ο αριθμός αυτός αυξάνεται στο 89%, γεγονός που υποδεικνύει ότι πολλοί ερωτώμενοι δεν συσχετίζουν ορισμένες ενέργειες με την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Για παράδειγμα, σχεδόν οι μισοί έχουν αγοράσει τοπικά προϊόντα και εποχιακά είδη διατροφής, όποτε τους δόθηκε η δυνατότητα (47%, +12 ποσοστιαίες μονάδες από το 2013). Άλλες ενέργειες περιλαμβάνουν την προσπάθεια μείωσης των σκουπιδιών και τακτικού διαχωρισμού τους για ανακύκλωση (69%, +7 ποσοστιαίες μονάδες από το 2013), όπως και την προσπάθεια ελάττωσης της κατανάλωσης αντικειμένων μίας χρήσης, όποτε είναι δυνατό (40%, +9 ποσοστιαίες μονάδες από το 2013).
Περισσότεροι από τα 2/3 των ερωτώμενων πιστεύουν ότι είναι «πολύ σημαντικό» η κυβέρνησή τους να θέσει στόχους για να αυξήσει την ποσότητα της ανανεώσιμης ενέργειας που χρησιμοποιείται έως το 2030 (68% των ερωτηθέντων, όταν ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι 52%).