Το Ευρωδικαστήριο κήρυξε ανίσχυρη τη μέγιστη ετήσια ποσότητα δωρεάν δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου που καθόρισε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για την περίοδο 2013‑2020.
Πλέον η ΕΕ έχει διορία 10 μηνών για τον καθορισμό νέας ποσότητας εκπομπών.
Ειδικότερα, όπως επισημαίνεται στη σχετική ανακοίνωση, «στο πλαίσιο του πρωτοκόλλου του Κιότο, μια οδηγία της Ένωσης στοχεύει στη σημαντική μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου προς τον σκοπό προστασίας του ανταγωνισμού. Σύμφωνα με την οδηγία, τα κράτη μέλη μπορούν να κατανέμουν στις επιχειρήσεις που εκπέμπουν αέρια θερμοκηπίου δικαιώματα εκπομπής που καλούνται δικαιώματα. Ένα τμήμα των διαθέσιμων δικαιωμάτων κατανέμεται δωρεάν. Σε περίπτωση που η ποσότητα δωρεάν δικαιωμάτων που κατανέμονται προσωρινώς από τα κράτη-μέλη είναι μεγαλύτερη από τη μέγιστη ποσότητα δωρεάν δικαιωμάτων που καθορίζει η Επιτροπή, εφαρμόζεται ενιαίος διατομεακός διορθωτικός συντελεστής (διορθωτικός συντελεστής) για να εξισώσει τα εν λόγω μεγέθη και να περιορίσει τα προσωρινώς κατανεμηθέντα δικαιώματα.
Πολλές επιχειρήσεις που εκπέμπουν αέρια θερμοκηπίου προσέφυγαν στη δικαιοσύνη στην Ιταλία, στην Ολλάνδία και στην Αυστρία, στρεφόμενες κατά των αρμόδιων για την κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εθνικών αρχών. Αμφισβητούν το κύρος των εθνικών αποφάσεων περί κατανομής δικαιωμάτων για την περίοδο 2013-2020 και, εμμέσως, τη μέγιστη ετήσια ποσότητα δικαιωμάτων (καθώς και τον διορθωτικό συντελεστή) που καθόρισε η Επιτροπή με δύο αποφάσεις το 2011 και το 2013. Τα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων εκκρεμούν οι προσφυγές ζητούν από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του κύρους των αποφάσεων της Επιτροπής.
Με την απόφαση που εξέδωσε σήμερα, το Δικαστήριο διαπιστώνει κατ’ αρχάς ότι η απόφαση της Επιτροπής του 2011, που απέκλεισε τον συνυπολογισμό των εκπομπών των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας για τον καθορισμό της μέγιστης ετήσιας ποσότητας δικαιωμάτων, είναι ισχυρή. Συγκεκριμένα, από την οδηγία προκύπτει ότι, αντίθετα από ό,τι ισχύει για τις εκπομπές των βιομηχανικών εγκαταστάσεων, οι εκπομπές των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας ουδέποτε συνυπολογίζονται για τον καθορισμό της μέγιστης ετήσιας ποσότητας δικαιωμάτων. Η Επιτροπή δεν διαθέτει, συναφώς, καμία διακριτική ευχέρεια. Αυτή η ασύμμετρη μεταχείριση των εκπομπών, που περιορίζει τον αριθμό των διαθέσιμων δικαιωμάτων, είναι σύμφωνη προς τους σκοπούς της οδηγίας.
Όσον αφορά την απόφαση της Επιτροπής του 2013, ήτοι την απόφαση με την οποία καθορίζεται ο διορθωτικός συντελεστής, το Δικαστήριο επισημαίνει, πρώτον, ότι το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας διευρύνθηκε από την 1η Ιανουαρίου 2013, κατά τρόπον ώστε να καλύπτει, μεταξύ άλλων, τις εκπομπές από την κατασκευή αλουμινίου και από συγκεκριμένους τομείς της χημικής βιομηχανίας. Περαιτέρω, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, σύμφωνα με τους όρους της οδηγίας και παρά την απόκλιση διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων –που επηρέασε την ομοιομορφία της ερμηνείας και της εφαρμογής της οδηγίας από τα διάφορα κράτη μέλη– η Επιτροπή, κατά τον υπολογισμό της μέγιστης ετήσιας ποσότητας δικαιωμάτων, είναι υποχρεωμένη να αναφέρεται μόνον στις εκπομπές των εγκαταστάσεων που περιλαμβάνονται στο κοινοτικό σύστημα από το 2013 και εφεξής, και όχι στο σύνολο των εκπομπών που περιλαμβάνονται στο εν λόγω σύστημα από την ημερομηνία αυτή και εφεξής. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή όφειλε να μεριμνήσει ώστε τα κράτη-μέλη να της διαβιβάσουν τα κρίσιμα δεδομένα. Τουλάχιστον, σε περίπτωση που τα εν λόγω δεδομένα δεν της παρείχαν τη δυνατότητα να καθορίσει τη μέγιστη ετήσια ποσότητα δικαιωμάτων και, κατά συνέπεια, τον διορθωτικό συντελεστή, θα όφειλε να ζητήσει από τα κράτη-μέλη να προβούν στις αναγκαίες διορθώσεις.
Εντούτοις, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τα δεδομένα ορισμένων κρατών μελών τα οποία, σε αντίθεση με άλλα κράτη-μέλη, της είχαν κοινοποιήσει τις εκπομπές που προέρχονταν από νέες δραστηριότητες που πραγματοποιήθηκαν σε εγκαταστάσεις που υπάγονταν ήδη στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων πριν το έτος 2013. Από την άποψη αυτή, η απόφαση της Επιτροπής είναι ανίσχυρη.
Κατά συνέπεια, ανάλογα με τα δεδομένα που θα διαβιβάσουν τα κράτη-μέλη βάσει των κριτηρίων που καθόρισε το Δικαστήριο, η μέγιστη ετήσια ποσότητα δικαιωμάτων θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη από αυτή που έχει μέχρι τώρα καθορίσει η Επιτροπή.
Όσον αφορά τη μέχρι σήμερα περίοδο, το Δικαστήριο αποφαίνεται, προκειμένου να αποφευχθούν σοβαρές επιπτώσεις σε μεγάλο αριθμό εννόμων σχέσεων που συνήφθησαν καλοπίστως, ότι η ακύρωση του διορθωτικού συντελεστή δεν θα επηρεάσει τις τελικές κατανομές που έχουν ήδη λάβει χώρα στα κράτη-μέλη βάσει ρυθμίσεως που θεωρείτο έγκυρη.
Όσον αφορά την περίοδο που έπεται της δημοσιεύσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου, η κήρυξη ανισχύρου δημιουργεί ένα προσωρινό νομικό κενό που υπάρχει κίνδυνος να διακόψει την εφαρμογή του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων και, κατά συνέπεια, την επίτευξη των σκοπών της οδηγίας.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι η απόφασή του θα παράγει αποτελέσματα μόνον μετά την πάροδο περιόδου δέκα μηνών από της ημερομηνίας δημοσιεύσεώς της, προκειμένου να παρασχεθεί στην Επιτροπή η δυνατότητα να θεσπίσει τα αναγκαία μέτρα».