Η χρηματοδότηση των έργων παραγωγής ενέργειας στην Ελλάδα ήταν το θέμα συζήτησης που οργανώθηκε στο πλαίσιο του ελληνογερμανικού συνεδρίου με τίτλο: «Ενεργειακή μετάβαση στην Ελλάδα και τη Γερμανία – Προοπτικές για το 2020 και μετά».
Βασικός ομιλητής ήταν ο υφυπουργός οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού Αλέξης Χαρίτσης και το συνέδριο συνδιοργανώθηκε από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, το Υπουργείο Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και το Γερμανικό Υπουργείο Οικονομίας και Ενέργειας, στο πλαίσιο της επίσκεψης του αντικαγκελαρίου Ζίγκμαρ Γκάμπριελ στην Αθήνα.
Ο Υφυπουργός, αναφερόμενος στις σημαντικές νέες εξελίξεις που προκύπτουν ύστερα και από τη διεθνή συμφωνία που υπεγράφη τον περασμένο Δεκέμβριο στην Παγκόσμια Σύνοδο για το Κλίμα στο Παρίσι, τόνισε πως η μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών ρύπων καθίσταται ζωτικής σημασίας και για την Ελλάδα, καθώς συμβάλλει τόσο στην επίτευξη των στόχων για την προστασία του περιβάλλοντος όσο και στην αναζωογόνηση της οικονομίας.
«Η εξοικονόμηση ενέργειας και η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης αποτελούν τον σημαντικότερο “ενεργειακό πόρο” της χώρας. Η χώρα, παρά την κρίση, έχει προγραμματίσει να διαθέσει περίπου το 20% από το σύνολο των πόρων των διαρθρωτικών ταμείων που της αναλογούν σε παρεμβάσεις αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, ποσοστό που υπερβαίνει κατά 30% την υποχρέωση της χώρας βάσει των διεθνών συμφωνιών», τόνισε ο Υφυπουργός.
«Στους στόχους μας είναι η αντιμετώπιση του ενεργειακού κόστους της παραγωγής, το οποίο στην Ελλάδα είναι υψηλό, και η σταδιακή αντικατάσταση των συμβατικών πηγών ενέργειας στην κατεύθυνση ενίσχυσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, σε ένα δεσμευτικό και κοινωνικά δίκαιο πλαίσιο δράσης, το οποίο λαμβάνει υπόψη τους περιορισμούς, τις ευκαιρίες και τις δυνατότητες μιας οικονομίας χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα».
Ο κ. Χαρίτσης αναφέρθηκε διεξοδικά στους πόρους του νέου ΕΣΠΑ που υποστηρίζουν δράσεις και έργα τα οποία κινούνται στην κατεύθυνση της τροποποίησης του ενεργειακού υποδείγματος παραγωγής και κατανάλωσης. Ειδική αναφορά έκανε στα προγράμματα ενεργειακής αναβάθμισης, τα οποία αφορούν τόσο τον οικιακό τομέα όσο και τα δημόσια και δημοτικά κτίρια.
Επιπλέον, έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην αξιοποίηση του Αναπτυξιακού Νόμου, του Σχεδίου Γιούνκερ και επιπρόσθετων χρηματοδοτικών εργαλείων που σχεδιάζει το Υπουργείο, ώστε να ενισχυθούν μεταξύ άλλων έργα βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας κυρίως στις μεταφορές και τον πρωτογενή τομέα.
Συγκεκριμένα, ο Υφυπουργός επισήμανε ότι, σε συνεργασία με το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, από αρχές Ιουλίου δίνεται πλέον λύση στο πρόβλημα 8.000-10.000 δικαιούχων που είχαν ενταχθεί στο πρόγραμμα «Εξοικονόμηση κατ’ Οίκον», ενώ η συνολική δαπάνη για την ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων μέσω του νέου «Εξοικονομώ» υπολογίζεται να φτάσει τα 500 εκατ. ευρώ.
Στο πλαίσιο των επιχειρησιακών προγραμμάτων του νέου ΕΣΠΑ, έχουν ακόμη εκδοθεί ήδη δύο σημαντικές προσκλήσεις συνολικού προϋπολογισμού 18 εκατ. ευρώ για την αναβάθμιση και τον εκσυγχρονισμό του κτιριακού αποθέματος και τη βελτίωση της κινητικότητας.
Σύντομα θα εκδοθούν έξι επιπλέον δράσεις προϋπολογισμού 71,8 εκατ. ευρώ, που αφορούν την ενεργειακή αναβάθμιση δημοσίων κτιρίων στις περιφέρειες, την παραγωγή ενέργειας από μονάδες Συμπαραγωγής Ηλεκτρικής ενέργειας και Θερμότητας Υψηλής Απόδοσης (ΣΗΘΥΑ) ή με χρήση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), καθώς και τον περιορισμό των επιπτώσεων των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα σε δημόσιες εγκαταστάσεις υγείας.
Σε ό,τι αφορά το σχέδιο Γιούνκερ, έχουν συνολικά κατατεθεί προτάσεις για 20 έργα ενέργειας ύψους 2,2 δισ. ευρώ.
Στο περιθώριο του Συνεδρίου, ο Υφυπουργός είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει με οικονομικά και επιχειρηματικά στελέχη για το νέο πλαίσιο συνεργασίας που διαμορφώνεται, με στόχο την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την προσέλκυση επενδύσεων από τη Γερμανία στον ενεργειακό τομέα αλλά και συνολικότερα.