Την 17η θέση ανάμεσα στις 28 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατέλαβε η Ελλάδα στην εφαρμογή πολιτικών αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, παρουσιάζοντας βελτίωση σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, όπως έκαναν γνωστό το WWF Ελλάς και το ελληνικό γραφείο της Greenpeace, με βάση τα στοιχεία της διεθνούς αξιολόγησης Climate Change Performance Index 2016, που πραγματοποιεί ετησίως η οργάνωση Germanwatch, σε συνεργασία με το δίκτυο οργανώσεων Climate Actiοn Network (CAN).
Ωστόσο, όπως υπογραμμίζουν οι περιβαλλοντικές οργανώσεις, «η ″βελτίωση″ αυτή δεν προέκυψε από αναπτυξιακές πολιτικές που μειώνουν τη χρήση ορυκτών καυσίμων, αλλά λόγω της επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας και της πτώσης ανταγωνιστικότητας του λιγνίτη».
«Η χώρα μας όχι μόνο έχει καταφέρει να αυξήσει το ανθρακικό της αποτύπωμα ανά μονάδα ΑΕΠ, αλλά επιμένει στην προώθηση μεγάλων έργων ορυκτών καυσίμων τα επόμενα χρόνια», επισημαίνουν.
Η συγκεκριμένη αξιολόγηση βαθμολογεί τις προσπάθειες ανάσχεσης της κλιματικής αλλαγής των 58 κρατών που ευθύνονται συνολικά για το 90% των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από τον τομέα της ενέργειας.
Ειδικότερα, η φετινή επίδοση της χώρας μας παρουσιάζει βελτίωση σε σχέση με τα περσινά αποτελέσματα, καθώς η Ελλάδα κατατάσσεται φέτος στην 25η θέση παγκοσμίως, σε σχέση με την 33η πέρυσι, και στην 17η στην ΕΕ – 28, σε σχέση με την και 23η το 2016.
«Τον πλέον σημαντικό ρόλο στα φετινά αποτελέσματα έχει διαδραματίσει η επιβράδυνση, λόγω κρίσης, των οικονομικών δραστηριοτήτων σε όλα τα επίπεδα, και όχι η συστηματική προσπάθεια περιορισμού του εθνικού ανθρακικού αποτυπώματος από την κυβέρνηση. Συγκεκριμένα, η ύφεση είχε ως αποτέλεσμα την μείωση της συνολικής παροχής πρωτογενούς ενέργειας κατά 21,5% στο διάστημα 2009 – 2014, ενώ ιδιαίτερα εμφανείς ήταν και οι επιπτώσεις της στους τομείς των οδικών μεταφορών και των κατοικιών, όπου η συνολική κατανάλωση ενέργειας μειώθηκε κατά 28,5%», τονίζουν οι οργανώσεις.
Και συνεχίζουν επισημαίνοντας ότι, «ενδεικτικό της απραξίας, σε επίπεδο εθνικής κλιματικής πολιτικής, είναι πως η Ελλάδα και η Εσθονία είναι οι 2 μόνες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχουν σημειώσει αύξηση της ενεργειακής τους έντασης από το 2009, ακόμα δηλαδή και μέσα στην περίοδο της ύφεσης».
Όσον αφορά τις ΑΠΕ, υπογραμμίζουν ότι, «παρά το αβέβαιο επενδυτικό κλίμα, οι καθαρές τεχνολογίες έχουν αυξήσει το μερίδιο τους σε σημαντικό ποσοστό – το 2014 η παραγωγή από φωτοβολταϊκά και ανεμογεννήτριες ήταν σχεδόν τριπλάσια αυτής του 2009. Ταυτόχρονα, η μείωση της ανταγωνιστικότητας του λιγνίτη, λόγω της κακής ποιότητας του καύσιμου, της αύξησης του κόστους εξόρυξής του και των αυξημένων δαπανών αναβάθμισης και λειτουργίας των μονάδων της ΔΕΗ, είχε ως αποτέλεσμα τον δραστικό περιορισμό της χρήσης του. Έτσι, την περίοδο 2009 – 2014 η συμβολή του στην ηλεκτροπαραγωγή μειώθηκε κατά 24,5%».
«Εκτός από την κρίση, η Ελλάδα σημειώνει πρόοδο στις κλιματικές της επιδόσεις γιατί ο λιγνίτης χάνει συνεχώς έδαφος από τις ΑΠΕ, όχι γιατί η ΔΕΗ και η κυβέρνηση το επιλέγουν, αλλά γιατί η εποχή του εκ των πραγμάτων έχει παρέλθει, καθιστώντας τον μη ανταγωνιστικό. Η προσπάθεια αναβίωσης του λιγνίτη που επιχειρεί η ΔΕΗ, προγραμματίζοντας 2 νέες λιγνιτικές μονάδες και πασχίζοντας να δώσει παράταση ζωής στις παλιότερες, θα βλάψει όχι μόνο τη δημόσια υγεία, το περιβάλλον και τους καταναλωτές, αλλά και την ίδια την επιχείρηση», δηλώνει σχετικά ο υπεύθυνος τομέα ενεργειακής και κλιματικής πολιτικής του WWF Ελλάς Νίκος Μάντζαρης.