Η ρύπανση της Κασπίας Θάλασσας έχει φθάσει σε “κρίσιμο” επίπεδο, σύμφωνα με ιρανό εμπειρογνώμονα ο οποίος υπολόγισε ότι πάνω από 120.000 τόνοι υδρογονανθράκων χύνονται κάθε χρόνο σε αυτή τη μικρή κλειστή θάλασσα των 371.000 τετρ.χλμ.
“Όσον αφορά τη ρύπανση, η Κασπία είναι σε κρίσιμη κατάσταση”, εκτιμά ο Ρεζά Πουργολάμ, επικεφαλής του ιρανικού Ινστιτούτου Οικολογικών Ερευνών για την Κασπία Θάλασσα. Περίπου “122.350 τόνοι διαφόρων υδρογονανθράκων ρυπαίνουν κάθε χρόνο την Κασπία”, λόγω της εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων πετρελαίου της και της μεγάλης κίνησης των πετρελαιοφόρων που την διασχίζουν”, σημείωσε.
Οι υδρογονάνθρακες είναι δυνητικά καρκινογόνοι, αλλά η περιοχή της Κασπίας έχει επίσης δηλητηριαστεί από μεγάλες ποσότητες βαρέων μετάλλων που είναι εξίσου επικίνδυνα, πρόσθεσε, διευκρινίζοντας ότι “304 τόνοι καδμίου και 34 τόνοι μολύβδου ρυπαίνουν τη θάλασσα αυτή κάθε χρόνο”.
Ο κ. Πουργολάμ εκτιμά ότι “το 95% αυτής της ρύπανσης” προέρχεται από τις τρεις παρόχθιες χώρες, βόρεια και βορειοδυτικά της Κασπίας Θάλασσας: Ρωσία, Καζακστάν και Αζερμπαϊτζάν, που διαθέτουν μεγάλη πετρελαϊκή βιομηχανία και των οποίων οι μολυσμένοι ποταμοί εκβάλλουν στη θάλασσα αυτή.
Το Ιράν συνεισφέρει μόνο στο 5% της ρύπανσης αυτής, κυρίως με γεωργικά απόβλητα (λιπάσματα και φυτοφάρμακα) ή οικιακά (απορρυπαντικά), την οποία άρχισε να μειώνει σημαντικά, δήλωσε ο αξιωματούχος.
Η αντιμετώπιση των σοβαρών περιβαλλοντικών προβλημάτων της Κασπίας είναι ένα από τα θέματα για τα οποία οι παρόχθιες χώρες δεν έχουν καταφέρει να συμφωνήσουν, επειδή δεν έχουν μπορέσει μέχρι σήμερα να συμφωνήσουν για το νομικό καθεστώς αυτής της κλειστής θάλασσας και την οριοθέτηση των χωρικών υδάτων μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ το 1991.
Το ζήτημα αυτό καθυστερεί την υπογραφή μιας διεθνούς σύμβασης για την Κασπία Θάλασσα που προετοιμάζεται εδώ και χρόνια, και θα διέπει τη συνεργασία των παρόχθιων κρατών σε όλους τους τομείς.