Μια μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Nature Communications, από ερευνητές του Πανεπιστημίου της Βαρκελώνης σε συνεργασία με άλλα ερευνητικά ιδρύματα, δείχνει ότι η ανθρωπογενής αύξηση της θερμοκρασίας θα αυξήσει τις καμένες περιοχές λόγω πυρκαγιών στη Μεσόγειο. Μάλιστα, όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο της υπερθέρμανσης, τόσο μεγαλύτερη είναι η αύξηση των καμένων περιοχών.
Λίγο μετά τις μεγάλες πυρκαγιές στην Ελλάδα, την Πορτογαλία και τη Σουηδία, που προκάλεσαν ανθρωπιστικές, οικονομικές και οικολογικές καταστροφές, η ερευνητική ομάδα με επικεφαλής τον κλιματολόγο Μάρκο Τούρκο διαπίστωσε ότι με την αύξηση της θερμοκρασίας κατά 1,5 βαθμό Κελσίου, η καμένη περιοχή θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 40% σε σύγκριση με μηδενική μελλοντική αύξηση. Εάν η υπερθέρμανση αγγίξει τους 3 βαθμούς Κελσίου, τότε η καμένη έκταση θα αυξηθεί κατά 100%. Για να αποφευχθεί αυτό το εφιαλτικό σενάριο απαιτείται η υπερθέρμανση του πλανήτη να περιοριστεί στον 1,5 βαθμό Κελσίου σε σύγκριση με τα προβιομηχανικά επίπεδα, όπως προβλέπει και η συμφωνία του Παρισίου.
“Για να φτάσουμε σε αυτό το συμπέρασμα, συνδυάσαμε τις περιφερειακές προβλέψεις για το κλίμα με διάφορα εμπειρικά μοντέλα που συνδέουν τις καμένες εκτάσεις από τις θερινές πυρκαγιές με τους βασικούς κλιματολογικούς παράγοντες”, δήλωσε ο Μάρκο Τούρκο. “Τα αποτελέσματα αυτά υποστηρίζουν τη δήλωση της συμφωνίας του Παρισίου του 2015, σύμφωνα με την οποία ο περιορισμός της υπερθέρμανσης στον 1,5 βαθμό θα μειώσει σημαντικά τους κινδύνους και τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής”, πρόσθεσε.
Εξετάζοντας την Πορτογαλία, την Ισπανία, τη νότια Γαλλία, την Ιταλία και την Ελλάδα διαπιστώθηκε μια άμεση σχέση μεταξύ της περιοχής που καίγεται τους καλοκαιρινούς μήνες και της θερινής ξηρασίας τις τελευταίες δεκαετίες (1985-2011). Αυτή η σχέση “πυρκαγιάς-ξηρασίας” χρησιμοποιήθηκε για να εκτιμηθεί η έκταση των περιοχών που καίγονται υπό συνθήκες ξηρασίας που προβλέπονται σε τρία διαφορετικά σενάρια υπερθέρμανσης (1,5 ° C, 2 ° C και 3 ° C).
Το κλίμα έχει προφανώς άμεση επίδραση στις πυρκαγιές, καθώς οι θερμότερες συνθήκες οδηγούν σε ξηρότερη βλάστηση που είναι πιο ευαίσθητη στο να καεί. Αλλά οι επιστήμονες λαμβάνουν υπόψιν επίσης έμμεσες επιπτώσεις, όπως είναι οι ξηραντικές συνθήκες που μειώνουν την ανάπτυξη των φυτών, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει λιγότερη βλάστηση για να “τροφοδοτήσει” τις πυρκαγιές. Αυτό το “μη στάσιμο” μοντέλο κλίματος-πυρκαγιάς είναι σημαντικό, διότι αν δεν ληφθούν υπόψη οι έμμεσες επιπτώσεις, οι προβλέψεις για την έκταση των πυρκαγιώ θα ήταν ακόμη υψηλότερες.
«Αυτά τα αποτελέσματα, σε συνδυασμό με την αύξηση της κοινωνικής έκθεσης σε μεγάλες πυρκαγιές τα τελευταία χρόνια, απαιτούν επανεξέταση των σημερινών στρατηγικών διαχείρισης. Οι απλές προσπάθειες πρόληψης πυρκαγιών δεν θα είναι αρκετές για να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Η ανάπτυξη μοντέλων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής είναι καθοριστικής σημασίας για τον προσδιορισμό των βασικών δράσεων για την πρόληψη και τη μείωση των επιπτώσεων και των συνθηκών που ευνοούν τις πυρκαγιές», κατέληξε ο Τούρκο.