Οι θερμότερες θερμοκρασίες διευρύνουν το χάσμα που χωρίζει τις πλουσιότερες και φτωχότερες χώρες, δίνοντας μια παραπάνω ώθηση στις οικονομίες πολλών πλούσιων χωρών με μεγάλο μερίδιο στην ρύπανση του πλανήτη, ενώ ταυτόχρονα επιβραδύνουν την ανάπτυξη σε μεγάλο μέρος του αναπτυσσόμενου κόσμου.
Ως αποτέλεσμα, η ανισότητα μεταξύ των “έχοντων” και των “μη-έχοντων” είναι ήδη 25% μεγαλύτερο από ό, τι θα ήταν σε έναν ψυχρότερο κόσμο, ισχυρίζεται νέα επιστημονική έρευνα. Σύμφωνα με την επιστημονική ομάδα με επικεφαλής τον κλιματολόγο Νόα Ντίφενμποου της Σχολής Γεωεπιστημών και Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Στάνφορντ της Καλιφόρνια, που δημοσίευσε την έρευνα της στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS), κατά τον τελευταίο μισό αιώνα μετά τη δεκαετία του ’60 η κλιματική αλλαγή οδήγησε σε μείωση κατά 17% έως 30% του πλούτου ανά κεφαλή στις φτωχότερες χώρες.
Αν και σύμφωνα με τους ερευνητές, η οικονομική ανισότητα μεταξύ των χωρών έχει μειωθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες, η μείωση θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη χωρίς την κλιματική αλλαγή. Η μελέτη δείχνει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης (αύξησης του ΑΕΠ) κατά τη διάρκεια των ετών με θερμοκρασίες μεγαλύτερες του μέσου όρου έχει επιταχυνθεί στις πιο κρύες χώρες (που συμβαίνει να είναι συνήθως και οι πιο πλούσιες), αλλά έχει επιβραδυνθεί στις πιο θερμές (που είναι και οι φτωχότερες).
Η νέα έρευνα βασίζεται σε προηγούμενες που διαπίστωσαν ότι η οικονομική δραστηριότητα κορυφώνεται σε μια μέση θερμοκρασία 13 ° C, που δεν επικρατεί ούτε πολύ ζέστη ούτε πολύ κρύο. Οι χαμηλότερες θερμοκρασίες μπορούν να παρεμποδίσουν τους τομείς που εξαρτώνται από τις καιρικές συνθήκες, όπως η γεωργία, αλλά οι θερμότερες θερμοκρασίες μπορούν να εξασθενίσουν τις καλλιέργειες, να εξουθενώσουν τους εργαζόμενους και να επιδεινώσουν τις κοινωνικές συγκρούσεις. Η μελέτη αυτή διαπίστωσε ότι η κλιματική αλλαγή θα μπορούσε να μειώσει τη συνολική παγκόσμια οικονομική παραγωγή κατά 23% έως το 2100.
«Ιδίως οι τροπικές χώρες τείνουν να έχουν θερμοκρασίες κατά πολύ υψηλότερες από τις ιδανικές για οικονομική ανάπτυξη. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αυτό τις έχει βλάψει. Από την άλλη, μερικές από τις μεγαλύτερες οικονομίες βρίσκονται κοντά στην τέλεια θερμοκρασία για οικονομική ανάπτυξη. Ωστόσο, μια μεγάλη άνοδος της θερμοκρασίας θα τις απομακρύνει ολοένα και περισσότερο από την άριστη θερμοκρασία», ανέφερε ο επίκουρος καθηγητής του Στάνφορντ, Μάρσαλ Μπερκ.
Μολονότι οι επιπτώσεις της θερμοκρασίας φαίνονται μικρές σε ετήσια βάση, μπορούν να επιφέρουν δραματικές οικονομικές σωρευτικές απώλειες ή κέρδη σε βάθος δεκαετιών. «Όπως με έναν αποταμιευτικό λογαριασμό, οι μικρές διαφορές στο επιτόκιο θα γεννήσουν μεγάλες διαφορές στο υπόλοιπο του λογαριασμού σε 30 ή 50 χρόνια» επεσήμανε ο Ντίφενμποου.
Η μελέτη εκτιμά ότι οι πέντε οικονομίες που έχουν τις μεγαλύτερες απώλειες μετά το 1961 λόγω της κλιματικής αλλαγής (με βάση τη μέση μεταβολή του ΑΕΠ ανά κεφαλή) είναι το Σουδάν (-36%), η Ινδία (-31%), η Νιγηρία (-29%), η Ινδονησία (-27%) και η Βραζιλία (-25%). Οι πέντε χώρες που έχουν ωφεληθεί περισσότερο από την άνοδο της θερμοκρασίας εκτιμάται ότι είναι η Νορβηγία (+34%), ο Καναδάς (+32%), η Σουηδία (+25%), η Βρετανία (+9,5%) και η Γαλλία (+4,8%).
Ένα ερώτημα που μένει να απαντηθεί από μελλοντικές έρευνες είναι κατά πόσο η κλιματική αλλαγή επιδεινώνει την οικονομική ανισότητα και ανοίγει την «ψαλίδα» του πλούτου όχι μόνο μεταξύ των χωρών, αλλά και στο εσωτερικό της κάθε χώρας, αναφέρει το σχετικό δημοσίευμα του περιοδικού Science.