Η αλλαγή του κλίματος “απειλεί να ανατρέψει τα τελευταία 50 χρόνια της ανάπτυξης, της παγκόσμιας υγείας και της μείωσης της φτώχειας”, ανέφερε ένας εμπειρογνώμονας των Ηνωμένων Εθνών την Τρίτη, επικαλούμενος τον κίνδυνο μιας νέας εποχής «κλιματικού απαρτχάιντ», όπου οι πλούσιοι εξαγοράζουν την σωτηρία τους από την αυξανόμενη θερμότητα και την πείνα με την οποία έρχεται αντιμέτωπη η φτωχή πλειοψηφία της ανθρωπότητας.
“Ακόμη και αν επιτευχθούν οι σημερινοί στόχοι, δεκάδες εκατομμύρια θα είναι φτωχοί, οδηγώντας σε ευρεία μετανάστευση και πείνα”, δήλωσε ο Ειδικός Εισηγητής του ΟΗΕ για την ακραία φτώχεια και τα ανθρώπινα δικαιώματα, Philip Alston. Υπογραμμίζοντας ότι η αλλαγή του κλίματος θα έχει τον μεγαλύτερο αντίκτυπο στους πιο ευάλωτους, πρόσθεσε ότι “θα μπορούσε να ωθήσει περισσότερους από 120 εκατομμύρια ανθρώπους στη φτώχεια έως το 2030 και να έχει τις πιο σοβαρές επιπτώσεις στις φτωχές χώρες, περιοχές και μέρη που ζουν οι φτωχοί και δουλεύουν”.
Η έκθεση που υποβλήθηκε στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ αναφέρει πως οι επιχειρήσεις υποτίθεται ότι θα έπαιζαν έναν κρίσιμο ρόλο για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αλλά δεν μπορεί κανείς να στηρίζεται σε αυτές ότι θα φροντίσουν τους φτωχούς. «Μια υπερβολική εξάρτηση από τον ιδιωτικό τομέα μπορεί να οδηγήσει σε ένα σενάριο κλιματικού απαρτχάιντ στο οποίο οι πλούσιοι πληρώνουν για να γλιτώσουν την υπερθέρμανση, την πείνα, και τις συγκρούσεις, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος αφήνεται να υποφέρει», έγραψε.
Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρονται οι ευάλωτοι κάτοικοι της Νέας Υόρκης που έμειναν χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα ή παροχή υπηρεσιών ιατρικής φροντίδας όταν χτύπησε ο τυφώνας Σάντι το 2012, ενώ «τα κεντρικά γραφεία της Goldman Sachs προστατεύονταν από δεκάδες χιλιάδες δικούς της αμμόσακους και ηλεκτρικό ρεύμα από τη γεννήτρια της».
Η εξάρτηση αποκλειστικά από τον ιδιωτικό τομέα για την προστασία από τα ακραία καιρικά φαινόμενα και την αύξηση της στάθμης της θάλασσας «θα οδηγούσε σχεδόν σίγουρα σε μαζικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με τους πλούσιους να επωφελούνται και τους πιο φτωχούς να μένουν πίσω», αναφέρεται στην έκθεση. «Ακόμη και με το καλύτερο σενάριο, εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι θα αντιμετωπίσουν διατροφική ανασφάλεια, αναγκαστική μετανάστευση, αρρώστιες, και θάνατο».
«Τα ανθρώπινα δικαιώματα ίσως να μην επιβιώσουν της επερχόμενης αναταραχής» υπογραμμίζει ο Άλστον, επικρίνοντας έντονα χώρες, μη κυβερνητικές οργανώσεις, επιχειρήσεις, αλλά και τον ίδιο τον ΟΗΕ για τα «σαφώς ανεπαρκή βήματα», που έχουν ληφθεί, τονίζοντας ότι είναι «εντελώς δυσανάλογα επάντι στο επείγον και την έκταση της απειλής». «Τριάντα χρόνια συμβάσεων μοιάζουν να έχουν κάνει πολύ λίγα. Από το Τορόντο στο Νόρντβεϊκ κι από το Ρίο στο Κιότο και στο Παρίσι, η γλώσσα που χρησιμοποιούν είναι εντυπωσιακά παρόμοια καθώς οι χώρες συνεχίζουν να πετάνε την μπάλα στην εξέδρα», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Άλστον.
Παρά τις λίγες θετικές εξελίξεις τις τελευταίες δεκαετίες, όπως την πτώση των τιμών των ΑΠΕ σε σχέση με τον μη ανταγωνιστικό άνθρακα, την μείωση των εκπομπών σε 49 χώρες, και τις 7.000 πόλεις, 245 περιοχές και 6.000 εταιρίες που δεσμεύονται για έναν μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, το γεγονός παραμένει ότι από το 1980, μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες υπέστησαν 241 καιρικές και κλιματικές καταστροφές που κόστισαν ένα δισεκατομμύριο δολάρια ή και παραπάνω, με σωρευτικό κόστος 1,6 τρισεκ. Δολάρια.
Τέλος, εξαπολύει ευθέως πυρά κατά της Κίνας που εξακολουθεί να ‘εξάγει’ εργοστάσια παραγωγής ενέργειας που λειτουργούν με άνθρακα, αλλά και δύο συγκεκριμένων ηγετών: του πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, τον οποίο κατηγορεί ότι αποσιωπά τα ευρήματα της επιστήμης για την κλιματική αλλαγή και του Βραζιλιάνου ομολόγου του, Ζαΐρ Μπολσονάρου, που έχει υποσχεθεί στις μεταλλευτικές βιομηχανίες πρόσβαση στο τροπικό δάσος του Αμαζονίου για εξόρυξη.
«Στις Ηνωμένες Πολιτείες, που ήταν μέχρι πρόσφατα η χώρα με τις μεγαλύτερες εκπομπές στον κόσμο, ο πρόεδρος (Ντόναλντ) Τραμπ έχει βάλει πρώην λομπίστες σε ρόλους εποπτείας, υιοθέτησε θέσεις της βιομηχανίας, επέβλεψε μια επιθετική απόσυρση περιβαλλοντικών κανονισμών και φιμώνει και αναστατώνει την επιστήμη του κλίματος», σημειώνει ο ειδικός εισηγητής του ΟΗΕ.