Η απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων έως το 2028, η αύξηση του στόχου διείσδυσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο ενεργειακό μείγμα στο 35% έως το 2030 και η υιοθέτηση πιο φιλόδοξων στόχων για ενεργειακή αποδοτικότητα, είναι οι βασικές προτεραιότητες του νέου Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ).
Οι προτεραιότητες αυτές προέκυψαν μετά τη συνεδρίαση της διυπουργικής επιτροπής που θα εκπονήσει το νέο ΕΣΕΚ, η οποία και συνεδρίασε υπό την προεδρία του υφυπουργού Ενέργειας, Γεράσιμου Θωμά.
Όπως σημείωσε ο κ. Θωμάς, το νέο ΕΣΕΚ αποτελεί βασικό εργαλείο του εθνικού ενεργειακού σχεδιασμού για την επόμενη δεκαετία, και σημείο αναφοράς, όχι μόνο για τις δράσεις των εθνικών φορέων και οργανισμών σε θέματα ενέργειας, αλλά και του ιδιωτικού τομέα, που θα πρέπει να λάβει υπόψη τις παραμέτρους του κατά τη λήψη επενδυτικών αποφάσεων.
Ο υπεύθυνος του εργαστηρίου ανάλυσης ενεργειακών συστημάτων του Κέντρου Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΚΑΠΕ) Φίλιππος Σιακκής, ανέφερε ότι τα βασικά εργαλεία για τη δραστική μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, είναι η απολιγνιτοποίηση, η μετάβαση σε καθαρές πηγές ενέργειας, η προώθηση της εξοικονόμησης ενέργειας σε όλους τους τομείς, η ενίσχυση του εξηλεκτρισμού, η προώθηση ΑΠΕ σε παραγωγή ηλεκτρισμού και τελική κατανάλωση, η ανάπτυξη των δικτύων και των συστημάτων αποθήκευσης, οι νησιωτικές διασυνδέσεις και η αξιοποίηση του φυσικού αερίου ως μεταβατικού καυσίμου σε ηλεκτροπαραγωγή και τελική κατανάλωση.
Τέλος, ο καθηγητής Ενεργειακής Οικονομίας του ΕΜΠ Παντελής Κάπρος, παρουσίασε σενάρια για την περίοδο 2030-2050, που θα αποτελέσουν βάση συζήτησης για την μετάβαση σε οικονομία μηδενικού ισοζυγίου άνθρακα έως το 2050. Μεταξύ άλλων, τέθηκαν θέματα όπως η αύξηση της χρήσης της βιομάζας, του υδρογόνου και καινοτόμων συνθετικών καυσίμων, με την επισήμανση ότι πρέπει πάντα να λαμβάνεται υπόψη η παράμετρος της οικονομικότητας.
Σημειώνεται ότι το νέο ΕΣΕΚ θα πρέπει να ολοκληρωθεί το επόμενο διάστημα, ώστε να τεθεί στη συνέχεια σε δημόσια διαβούλευση, να εγκριθεί από το Κυβερνητικό Συμβούλιο Οικονομικής Πολιτικής (ΚΥΣΟΙΠ) και να υποβληθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή έως το τέλος του έτους.