Οι συγκεντρώσεις των επιβλαβών ρύπων οξειδίου του αζώτου (NO2) σε 30 μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις θα μπορούσαν να μειωθούν κατά 40% με τα κατάλληλα μέτρα, όσον αφορά τη μετακίνηση των οχημάτων, σύμφωνα με τους επιστήμονες του Κοινού Κέντρου Ερευνών (JRC) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στην έρευνα της οποίας η Αθήνα αναδεικνύεται «πρωταθλήτρια» στην ατμοσφαιρική ρύπανση μεταξύ των ευρωπαϊκών πόλεων.
Ειδικότερα, η Αθήνα και το Μιλάνο είναι δύο πόλεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου σχεδόν τα τρία τέταρτα (πάνω από το 70%) των επιβλαβών ρύπων οξειδίου του αζώτου προέρχονται από τα οχήματα και τις μεταφορές. Το ποσοστό αυτό είναι πολύ μεγαλύτερο από το μέσο όρο (47%) σε 30 μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις, ενώ σε κάποιες όπως η Λισαβόνα είναι μόνο 20%.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), η ατμοσφαιρική ρύπανση είναι από μόνος του ο μεγαλύτερος περιβαλλοντικός κίνδυνος για την υγεία στην Ευρώπη. Μόνο το διοξείδιο του αζώτου ήταν υπεύθυνο για 68.000 πρόωρους θανάτους εντός της ΕΕ το 2016. Αρκετές πόλεις -μεταξύ των οποίων η Αθήνα- τακτικά ξεπερνούν τα ευρωπαϊκά όρια και ασφαλείας για το συγκεκριμένο ρύπο (40 μικρογραμμάρια Νο2 ανά κυβικό μέτρο αέρα). Περίπου το 10% των σταθμών μέτρησης της ποιότητας του αέρα στην Ευρώπη -κυρίως μέσα σε πόλεις (και στην Αθήνα)- καταγράφουν κάθε χρόνο παραβίαση του επιπέδου των ρύπων σε ετήσια βάση.
Οι ερευνητές του JRC δημιούργησαν έναν «Αστικό ‘Ατλαντα Νο2», με στόχο να βοηθήσουν τις αρμόδιες αρχές να σχεδιάσουν και να εφαρμόσουν πιο αποτελεσματικά μέτρα, ώστε να μειωθούν τα επίπεδα συγκέντρωσης NO2 στις ευρωπαϊκές πόλεις. Η ανάλυση χρησιμοποιεί το εργαλείο ιστού SHERPA-City που αναπτύχθηκε από το JRC. Το εργαλείο αυτό είναι ελεύθερα διαθέσιμο και επιτρέπει στο χρήστη να προβεί σε γρήγορη εξέταση πιθανών μέτρων μείωσης των εκπομπών NO2 για την αντιμετώπιση της κυκλοφορίας στην πόλη της επιλογής του.
Ο Atlas εντοπίζει τις κύριες πηγές ρύπανσης από NO2 για κάθε εξεταζόμενη πόλη, βοηθώντας τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να σχεδιάζουν δράσεις που στοχεύουν σε αυτές. Όταν οι οδικές μεταφορές αποτελούν μια από τις κύριες πηγές ρύπανσης από NO2, οι στοχοθετημένες δράσεις θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν τον περιορισμό της πρόσβασης ορισμένων τύπων οχημάτων στις περιοχές των κεντρικών πόλεων ή την εφαρμογή περιβαλλοντικών επιβαρύνσεων στους μεγαλύτερους ρυπαίνοντες.
Περίπου το 15% της μείωσης μπορεί να προέλθει από τους περιορισμούς στα παλαιότερα πετρελαιοκίνητα ΙΧ, το 13% στα πετρελαιοκίνητα φορτηγά και 6% στα βαν με ντίζελ. Μεταξύ άλλων, προτείνεται ο αυστηρότερος περιορισμός της κίνησης των μεγαλύτερης ηλικίας και πιο ρυπογόνων πετρελαιοκίνητων οχημάτων στο κέντρο της πόλης ή ακόμη και η επιβολή περιβαλλοντικών τελών στους μεγαλύτερους ρυπαντές. Ακόμη, προτείνεται η ενθάρρυνση και τα κίνητρα για τη χρήση ηλεκτρικών οχημάτων, η ευρύτερη χρήση των μέσων μαζικής μεταφοράς, των ποδηλάτων και του περπατήματος, έτσι ώστε να βελτιωθεί και άλλο η ποιότητα του αέρα, αλλά επίσης να μειωθούν ο θόρυβος και τα τροχαία.
Οι μεταφορές είναι με διαφορά η κυριότερη πηγή προέλευσης των οξειδίων του αζώτου και ακολουθούν οι τομείς ενέργειας και εμπορίου, τα νοικοκυριά κ.α. Η συνεισφορά των οξειδίων του αζώτου από τις μεταφορές στη συνολική ετήσια συγκέντρωση των δυνητικά επικίνδυνων μικροσωματιδίων στον αέρα (ΡΜ2,5 ή με διάμετρο έως δυόμισι εκατομμυριοστά του μέτρου) εκτιμάται σε 4% κατά μέσο όρο στις ευρωπαϊκές πόλεις. Στην Αθήνα το ποσοστό είναι μόνο 1% έναντι 8% στη Λυών και 10% στο Λουξεμβούργο.
Σημειώνεται ότι το διοξείδιο του αζώτου είναι αέριο που προέρχεται κυρίως από την καύση ορυκτών καυσίμων. Αν και παράγεται σε μεγάλες ποσότητες από τα παλαιότερης τεχνολογίας πετρελαιοκίνητα οχήματα (τα νεότερα με κινητήρες προδιαγραφών Euro 6 έχουν περιορίσει δραστικά τους ρύπους αυτούς), το ΝΟ2 παράγεται και από άλλες πηγές καύσης. Τα μικροσωματίδια ΡΜ2,5, που μπορούν να εισχωρούν στους πνεύμονες και στο υπόλοιπο σώμα, δημιουργούνται εν μέρει από χημικές αντιδράσεις στην ατμόσφαιρα, στις οποίες εμπλέκονται τα οξείδια του αζώτου. Το μέσο ετήσιο όριο ασφαλείας για τα ΡΜ2,5 στην ΕΕ είναι 25 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο αέρα.