Τι έδειξε νέα επιστημονική έρευνα
Σύμφωνα με μια νέα ευρωπαϊκή επιστημονική έρευνα τα συμπτώματα της ρινίτιδας, όπως το βούλωμα της μύτης, η καταρροή και το φτάρνισμα, γίνονται πιο σοβαρά στους ανθρώπους που εκτίθενται σε υψηλότερα επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης, ιδίως όσον αφορά τα μικροσωματίδια και τα οξείδια του αζώτου.
Η μελέτη διεξήχθη από ομάδα επιστημόνων του Ινστιτούτου Παγκόσμιας Υγείας της Βαρκελώνης (ISGlobal) , που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό αλλεργιολογίας και κλινικής ανοσολογίας “Journal of Allergy and Clinical Immunology”.
Οι επιστήμονες ανέλυσαν δειγματοληπτικά στοιχεία για 1.408 άτομα με ρινίτιδα από 17 πόλεις διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών. Οι συμμετέχοντες απάντησαν σε ένα ερωτηματολόγιο σχετικά με τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων ρινίτιδας και σε τι βαθμό η πάθηση επηρεάζει την καθημερινή τους ζωή.
Η ρινίτιδα είναι μια διαταραχή που, αν και όχι θανατηφόρα, επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα ζωής και από την οποία πάσχει το 20% ως 50% του παγκόσμιου πληθυσμού, όμως λίγα πράγματα είναι γνωστά για τις αιτίες και τους παράγοντες κινδύνου της.
Τα μικροσωματίδια του αέρα (ΡΜ2,5 και ΡΜ10) επηρεάζουν τη σοβαρότητα της ρινίτιδας, όπως επιβεβαιώνει η νέα μελέτη. Τόσο τα μικροσωματίδια όσο και τα οξείδια του αζώτου προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από τα οχήματα. Η αύξηση τους συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο οξειδωτικού στρες και φλεγμονής στο σώμα, της μύτης συμπεριλαμβανομένης.
Οι άνθρωποι που ζουν σε πόλεις με τα υψηλότερα επίπεδα ΡΜ2,5 και Ρμ10, αναφέρουν τα σοβαρότερα συμπτώματα. Υπολογίστηκε ότι μια αύξηση κατά 5 μg/m3 (μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο αέρα) των σωματιδίων με διάμετρο κάτω των 2,5 μικρομέτρων ή εκατομμυριοστών του μέτρου (εν συντομία γνωστών ως ΡΜ2,5) σχετίζεται με μια αύξηση της πιθανότητας κατά 17% για την εμφάνιση σοβαρής ρινίτιδας.
«Τα ευρήματά μας υποδεικνύουν ότι η επίδραση των αιωρούμενων σωματιδίων διαφέρει από εκείνη των εκπομπών αερίων (NO2), πιθανώς επειδή οι αντίστοιχοι μηχανισμοί δράσης τους προκαλούν διαφορετικές φλεγμονώδεις αποκρίσεις στην αναπνευστική οδό, ωστόσο χρειάζονται περισσότερες μελέτες για να επικυρωθεί αυτή η υπόθεση», δήλωσε η επικεφαλής του ISGlobal Έμιλι Μπούρτε.