Οι Ολυμπιακοί Αγώνες στο Πεκίνο έμειναν στην ιστορία για την άψογη διοργάνωσή τους, τις υψηλής αισθητικής καινοτόμες ολυμπιακές εγκαταστάσεις αλλά και την παραδοξότητα να επιδιώκονται αγωνιστικά ρεκόρ σε μια επιβαρυμένη από αιωρούμενα σωματίδια ατμόσφαιρα, για την οποία η κινεζική πρωτεύουσα είναι διαβόητη.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, οι πιθανότητες να επαναληφθεί η ιστορία στους Ολυμπιακούς του Λονδίνου είναι πολύ μεγάλη: σημαντική μελέτη για την ποιότητα του αέρα σε ευρωπαϊκά αστικά κέντρα, την οποία εκπόνησαν – όπως επισημαίνει ο δημοσιογράφος για θέματα περιβάλλοντος στην εφημερίδα «Γκάρντιαν», Τζον Βίνταλ – γερμανικές περιβαλλοντικές και καταναλωτικές οργανώσεις, κατατάσσει την πόλη που θα φιλοξενήσει τους Ολυμπιακούς του 2012 κάτω από το μέσο όρο, σε λίστα 17 ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων.
Οι ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις κρίθηκαν στη βάση των μέτρων που έλαβαν για να περιορίσουν τα σωματίδια αιθάλης στην ατμόσφαιρα, το χρονικό διάστημα 2005-2010, όταν τέθηκαν σε ισχύ τα νέα όρια που έθεσαν οι Βρυξέλλες.
Χειρότερη ποιότητα αέρα από το Λονδίνο έχουν μόνον η Ρώμη, το Μιλάνο και το Ντίσελντορφ, ενώ η πόλη με τον πιο καθαρό αέρα είναι το Βερολίνο. Η βρετανική πρωτεύουσα κατέλαβε την όγδοη θέση στην κατάταξη, λόγω των «βημάτων οπισθοδρόμησης» που έκανε, αντιμετωπίζοντας την ατμοσφαιρική ρύπανση από το 2005: από τη μια, η ζώνη χαμηλών εκπομπών άνθρακα για τα βαρέα οχήματα έγινε πιο αυστηρή και προωθήθηκε κατά ένα ποσοστό το ποδήλατο και η μετακίνηση πεζή. Μειώθηκαν, ωστόσο, κατά το ήμισυ οι περιοχές του Λονδίνου για την είσοδο στις οποίες οι αυτοκινητιστές καταβάλλουν διόδια, περιορίστηκαν τα σχέδια για νέα υβριδικά λεωφορεία και αυξήθηκαν απότομα τα εισιτήρια στις δημόσιες μεταφορές.
Η έρευνα έρχεται στη δημοσιότητα μετά την απόφαση του αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα, την περασμένη Παρασκευή, να αναβάλει νομοθετική παρέμβαση που στόχο είχε να υποχρεώσει τα αστικά κέντρα στις ΗΠΑ να αντιμετωπίσουν την ατμοσφαιρική ρύπανση. Δείχνει, επίσης, ότι η κακή ποιότητα του αέρα στην Ευρώπη προκαλεί περί τους 500.000 πρόωρους θανάτους το χρόνο και η αντιμετώπισή της κοστίζει περίπου 790 δισ. ευρώ ετησίως.