Η κλιματική αλλαγή θερμαίνει ταχύτερα τις νύχτες από τις ημέρες σε πολλά μέρη του κόσμου, σύμφωνα με την πρώτη παγκόσμια εκτίμηση για το πώς η παγκόσμια υπερθέρμανση επηρεάζει διαφορετικά τις ημέρες και τις νύχτες.
Τα ευρήματα έχουν «βαθιές συνέπειες» για την άγρια φύση και την ικανότητά προσαρμογή της στην κλιματική αλλαγή, ανέφεραν οι ερευνητές, όπως και για την ικανότητα των ανθρώπων να δροσίζονται τη νύχτα κατά τη διάρκεια επικίνδυνων καυσώνων.
Οι επιστήμονες του Πανεπιστημίου του Έξετερ, με επικεφαλής τον δρα Ντάνιελ Κοξ, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Global Change Biology», συνέκριναν τις αυξήσεις στις θερμοκρασίες της ημέρας και της νύχτας κατά την διάρκεια 35 ετών από το 1983 έως το 2017. Η παγκόσμια θέρμανση αυξάνει μεν και τις δύο, διαπίστωσαν δε ότι σε πάνω από το μισό της έκτασης της παγκόσμιαςξηράς υπήρχε διαφορά τουλάχιστον 0,25C μεταξύ της αύξησηςτηςημέρας και της νύχτας. Στα δύο τρίτα αυτών των τόπων, οι νύχτες θερμαίνονταν ταχύτερα από τις μέρες, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, τη Δυτική Αφρική, τη Δυτική Νότια Αμερική και την Κεντρική Ασία. Αλλά σε ορισμένα μέρη – στις νότιες ΗΠΑ, στο Μεξικό και στη Μέση Ανατολή – οι ημέρες θερμαίνονταν γρηγορότερα.
Η συγκεκριμένη «θερμοκρασιακή ασυμμετρία» οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις μεταβολές των επιπέδων νεφοκάλυψης. Τα αυξημένα σύννεφα μπλοκάρουν τις ηλιακές ακτίνες και έτσι ρίχνουν τη θερμοκρασία στη διάρκεια της μέρας, ενώ διατηρούν σχετικά ψηλά τη θερμοκρασία και την υγρασία κατά τη νύχτα. Το αντίθετο συμβαίνει όταν μειώνονται τα σύννεφα, οπότε περισσότερη θερμότητα φθάνει στη Γη τη μέρα και χάνεται τη νύχτα.
Η εξέλιξη των οικοσυστημάτων επηρεάζεται από τις λεπτές ισορροπίες μεταξύ ειδών και πολλών βιολογικών δραστηριοτήτων, όπως η διατροφή, πουγίνονται σε συγκεκριμένες ώρες της ημέρας. Οι ερευνητές , ανέφεραν ότι «αυτή η ασυμμετρία έχει δυνητικά σημαντικές επιπτώσεις στον φυσικό κόσμο». Όπως ανέφερε ο Κοξ, «η μεγαλύτερη άνοδος της θερμοκρασίας κατά τη νύχτα σχετίζεται με το κλίμα που γίνεται πιο υγρό, κάτι που έχει σημαντικές συνέπειες για την ανάπτυξη των φυτών και πώς αλληλεπιδρούν τα είδη, όπως τα θηλαστικά και τα έντομα».
«Ενώ είναι πολύ νωρίς για να προσδιοριστεί η επίδραση σε οποιοδήποτε μεμονωμένο είδος, αυτό το δυνητικά σημαντικό εύρημα παρέχει περαιτέρω αποδείξεις για τις ανισορροπίες που επιβάλλει η ανθρωπότητα στη φύση», δήλωσε ο Mark Wright, διευθυντής του τομέα επιστήμης στο Βρετανικό τμήμα του WWF. «Γνωρίζουμε ότι πρέπει να αναλάβουμε επείγουσα δράση για να σταματήσουμε και να αντιστρέψουμε τον αντίκτυπο της ανθρωπότητας στη φύση, συμπεριλαμβανομένων ταχείας και βαθιάς μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου», κατέληξε.