Οι αμερικάνικες υπηρεσίες πληροφοριών εκτιμούν ότι η κλιματική αλλαγή συνιστά μια απειλή για την παγκόσμια σταθερότητα, καθώς σε έκθεση που δόθηκε στη δημοσιότητα προβλέπεται ένας αυξανόμενος κίνδυνος συγκρούσεων λόγω της λειψυδρίας και των μεταναστευτικών ροών μετά το 2030.
«Οι γεωπολιτικές εντάσεις είναι πιθανό να επιδεινωθούν, καθώς οι χώρες θα διαφωνούν όσον αφορά στον τρόπο μείωσης των εκπομπών των αερίων, που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, για να τηρηθούν οι στόχοι της Συμφωνίας του Παρισιού» του 2015 για το κλίμα, σύμφωνα με την έκθεση των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών η οποία δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα, πριν από την παγκόσμια διάσκεψη του ΟΗΕ για το κλίμα, COP26, που θα διεξαχθεί στην Γλασκώβη από τις 31 Οκτωβρίου.
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση αυτήν, η οποία παρουσιάζει τα συμπεράσματα του συνόλου των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών, το λιώσιμο των πάγων στην Αρκτική «αυξάνει ήδη τον στρατηγικό ανταγωνισμό για πρόσβαση στους φυσικούς της πόρους». Εξάλλου, με την άνοδο των θερμοκρασιών και τα πιο ακραία καιρικά φαινόμενα, «υπάρχει ένας αυξανόμενος κίνδυνος συγκρούσεων για το θέμα του νερού και τις μεταναστεύσεις, κυρίως μετά το 2030».
Οι περισσότερες χώρες «θα βρεθούν αντιμέτωπες με δύσκολες οικονομικές επιλογές και θα στηριχθούν, πιθανώς, σε τεχνολογικές προόδους, για να μειώσουν γρήγορα τις εκπομπές τους, αλλά αργότερα», διευκρινίζουν οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών, προβλέποντας ότι οι τεχνικές γεωμηχανικής, οι οποίες στοχεύουν στη χειραγώγηση και την τροποποίηση του κλίματος και του περιβάλλοντος εγκυμονούν τον κίνδυνο να αποτελέσουν άλλη μία πηγή συγκρούσεων.
Ως εκ τούτου, μια χώρα ενδέχεται, «να δοκιμάσει μονομερώς ακόμη και να αναπτύξει ηλιακές τεχνολογίες σε μεγάλη κλίμακα, για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, αν θεωρήσει ότι οι άλλες προσπάθειες για τον περιορισμό της ανόδου της θερμοκρασίας στον 1,5 βαθμό Κελσίου έχουν αποτύχει», εξηγούν. «Χωρίς μια διεθνή συμφωνία γι’ αυτές τις τεχνολογίες, θεωρούμε ότι μια τέτοια μονομερής προσπάθεια θα στραφεί» εναντίον της χώρας αυτής.
Μετά το 2040, οι λιγότερο αναπτυγμένες χώρες θα έχουν μειωμένη ικανότητα να προσαρμοστούν στην κλιματική αλλαγή, κάτι το οποίο «θα αυξήσει τον κίνδυνο αστάθειας, ακόμη και εμφυλίου πολέμου, στα κράτη αυτά», προσθέτουν και παραθέτουν 11 χώρες που θεωρείται ότι διατρέχουν ιδιαίτερο κίνδυνο: Αφγανιστάν, Μιανμάρ, Ινδία, Πακιστάν, Βόρεια Κορέα, Γουατεμάλα, Αϊτή, Ονδούρα, Νικαράγουα, Κολομβία και Ιράκ.
Οι χώρες αυτές «είναι εξαιρετικά ευάλωτες στις φυσικές επιπτώσεις (της κλιματικής αλλαγής) και δεν έχουν τη δυνατότητα να προσαρμοστούν σε αυτήν», σημειώνουν οι υπηρεσίες πληροφοριών, προτείνοντας να βοηθηθούν να προσαρμοστούν, ώστε να μειωθούν οι πιθανοί κίνδυνοι για την ασφάλεια των ΗΠΑ.
Σε ξεχωριστή έκθεση για το ίδιο θέμα, που δόθηκε παράλληλα στη δημοσιότητα, το υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ υπογραμμίζει ότι η περιοχή Ινδικού – Ειρηνικού, η οποία έχει γίνει άξονας προτεραιότητας των ΗΠΑ, οι οποίες επιδιώκουν να αντιμετωπίσουν εκεί την άνοδο σε ισχύ της Κίνας, είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στην άνοδο της στάθμης των υδάτων.
Οι ΗΠΑ έχουν σημαντικές βάσεις στη νήσο Γκουάμ, στο Αρχιπέλαγος των Νήσων Μάρσαλ και στα Παλάου, επισημαίνεται στην έκθεση του Πενταγώνου, όπου υπογραμμίζεται ότι η Κίνα μπορεί «να προσπαθήσει να επωφεληθεί από τον αντίκτυπο της κλιματικής αλλαγής για να κερδίσει επιρροή» στην περιοχή.
Μια τρίτη έκθεση, η οποία επικεντρώνεται στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, δόθηκε επίσης στη δημοσιότητα από το αμερικανικό Συμβούλιο Εποπτείας της Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (FSOC), το οποίο δημιουργήθηκε μετά την κρίση του 2008 και συγκεντρώνει τις αμερικανικές χρηματοπιστωτικές ρυθμιστικές Αρχές υπό την επίβλεψη του υπουργείου Οικονομικών.
«Για πρώτη φορά, το FSOC αναγνωρίζει την κλιματική αλλαγή ως μια αναδυόμενη και αυξανόμενη απειλή για την χρηματοπιστωτική μας σταθερότητα», σημείωσε η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Τζάνετ Γέλεν σε τηλεδιάσκεψη που έγινε χθες, Πέμπτη.
«Η έκθεση αυτή θέτει την κλιματική αλλαγή στην κορυφή της ημερήσιας διάταξης των υπηρεσιών που απαρτίζουν το FSOC και αυτό είναι ένα πρώτο σημαντικό βήμα στον αγώνα κατά της απειλής της κλιματικής αλλαγής, το οποίο δεν θα είναι σε καμία περίπτωση το τέλος αυτής της εργασίας», πρόσθεσε.