Τα τροπικά δέντρα στα τροπικά δάση της Αυστραλίας πεθαίνουν με διπλάσιο ρυθμό από τον προηγούμενο από τη δεκαετία του 1980,απ’ ότι φαίνεται λόγω των κλιματικών επιδράσεων, σύμφωνα με τα ευρήματα μιας μεγάλης χρονικά διεθνούς μελέτης που δημοσιεύτηκε στο Nature σήμερα.
Αυτή η έρευνα διαπίστωσε ότι τα ποσοστά θνησιμότητας των τροπικών δέντρων έχουν διπλασιαστεί τα τελευταία 35 χρόνια, καθώς η υπερθέρμανση του πλανήτη αυξάνει την ξηρότητα της ατμόσφαιρας. Η υποβάθμιση τέτοιων δασών μειώνει την αποθήκευση βιομάζας και άνθρακα, καθιστώντας όλο και πιο δύσκολη τη διατήρηση των παγκόσμιων θερμοκρασιών πολύ κάτω από τον στόχο του 2 °C, όπως απαιτείται από τη Συμφωνία του Παρισιού.
Η σημερινή μελέτη, με επικεφαλής ερευνητές από το Κέντρου Περιβαλλοντικών Ερευνών Smithsonian, του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και του Γαλλικού Εθνικού Ινστιτούτου Έρευνας Βιώσιμης Ανάπτυξης (IRD), χρησιμοποίησε μοναδικά μεγάλα αρχεία δεδομένων από όλα τα τροπικά δάση της Αυστραλίας. Διαπιστώνει ότι τα μέσα ποσοστά θανάτου δέντρων σε αυτά τα δάση έχουν διπλασιαστεί τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα δέντρα ζουν περίπου στο μισό χρόνο, κάτι που είναι ένα μοτίβο συνεπές για τα είδη και τις τοποθεσίες σε όλη την περιοχή. Και οι επιπτώσεις μπορούν να φανούν ήδη από τη δεκαετία του 1980, σύμφωνα με την ομάδα.
«Μας προκάλεσε σοκ ο εντοπισμός μιας τόσο μεγάλης αύξησης της θνησιμότητας των δέντρων αλλά και των επακόλουθων αρνητικών συνεπειών στο ευρύτερο τοπικό περιβάλλον και οικοσύστημα κάθε περιοχής που ερευνήσαμε. Εκτός των άλλων η απώλεια των δέντρων σημαίνει αυτόματα και ανάλογη αύξηση των επιπέδων του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα» αναφέρει δρ. Ντέιβιντ Μπάουμαν του IRD, επικεφαλής της έρευνας στην οποία μελετήθηκε το προσδόκιμο της ζωής των δέντρων μεταξύ του 1971 και του 2019 με οδηγό μια βάση δεδομένων 74 χιλιάδων δέντρων από 81 διαφορετικά είδη σε 24 δάση της Αυστραλίας.
Σημειώνεται ότι η έρευνα έδειξε ότι τα δέντρα που βρίσκονται σε πιο ξηρά κλίματα παρουσιάζουν μεγαλύτερη αντοχή από τα τροπικά στην έλλειψη νερού αφού πιθανότατα έχουν προσαρμοστεί στις τοπικές συνθήκες.