Κρούσματα λύσσας σε τρία άγρια ζώα αλλά και δύο κατοικίδια, τα οποία επιβεβαιώθηκαν εργαστηριακά, εμφανίστηκαν το τελευταίο τρίμηνο στη Βόρεια Ελλάδα. Ειδικότερα, λύσσα εμφανίστηκε σε τρεις αλεπούδες και δύο σκύλους, σε Καστοριά, Κοζάνη και Πέλλα.
Ολοι όσοι ήρθαν σε επαφή με τα ζώα, έχουν δεχτεί την κατάλληλη ιατρική φροντίδα μέσω εμβολιασμού και αντιλυσσικού ορού και είναι μέχρι σήμερα καλά στην υγεία τους. Οι υγειονομικές και κτηνιατρικές υπηρεσίες είναι ενημερωμένες για το πρόβλημα και το Υπουργείο Υγείας έχει διαθέσει επαρκή αριθμό εμβολίων πανελλαδικά.
Η Γενική Γραμματεία Δημόσιας Υγείας σε συνεργασία με το ΚΕΕΛΠΝΟ (επιτροπή παρακολούθησης του προγράμματος ενημέρωσης της λύσσας στα ζώα) και το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, παρακολουθεί συστηματικά το πρόβλημα και παρεμβαίνει με τις κατάλληλες ενέργειες για την ενημέρωση του κοινού και την προστασία της Δημόσιας Υγείας.
Επισημαίνεται ότι θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή ειδικά στις αγροτικές περιοχές, στην έκθεση σε δείγμα (δαγκωνιά) ή επαφή με σίελο, βλεννογόνο ή νευρικό ιστό οποιουδήποτε άγριου ζώου (λύκος, αλεπού, κουνάβι, νυχτερίδα κ.λπ).
Σε ό,τι αφορά τα οικόσιτα ζώα (σκύλος, γάτα, βοοειδή, αιγοπρόβατα, άλογα, χοίροι κτλ.) ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δίνεται σε περίπτωση αλλαγής της συμπεριφοράς του ζώου, η οποία θα πρέπει να παρακολουθείται τουλάχιστον για 15 ημέρες μετά από ενδεχόμενο δάγκωμα.
Σε όλες τις περιπτώσεις, οι πολίτες θα πρέπει να απευθύνονται στις τοπικές υγειονομικές Αρχές για την παροχή της κατάλληλης ιατρικής φροντίδας.
Η λύσσα μεταδίδεται στον άνθρωπο με την είσοδο του ιού μέσω ανοιχτών τραυμάτων, πληγών ή επαφής με τους βλεννογόνους και το νευρικό ιστό του μολυσμένου ζώου, και όχι με το χάιδεμα ή την επαφή ακέραιου δέρματος με σάλιο, ούρα ή κόπρανα ζώου.
Η ύποπτη συμπεριφορά για λύσσα χαρακτηρίζεται από αλλαγή της συνηθισμένης συμπεριφοράς του ζώου, μη αναγνώριση οικείων προσώπων, υπερβολική επιθετικότητα, σιελόρροια, δυσκολία κατάποσης, άρνηση φαγητού και νερού.