Φως, στον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε ο ανθρώπινος παράγοντας στον αφανισμό της τίγρης της Τασμανίας, ρίχνει μία νέα αυστραλιανή έκθεση.
Το ζώο, που είναι γνωστό και ως θυλακίνη, εξαφανίστηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, κάτι που μέχρι σήμερα αποδιδόταν εν μέρει τουλάχιστον σε επιδημίες.
Το σαρκοφάγο μαρσιποφόρο με την επίσημη ονομασία Thylacinus cynocephalus, το οποίο θύμιζε λύκο με ραβδώσεις, ζούσε στο μεγαλύτερο τμήμα της Τασμανίας προτού εγκατασταθούν εκεί οι πρώτοι Ευρωπαίοι, στις αρχές του 19ου αιώνα.
Μαζί με τους αποίκους, όμως, ήρθαν και τα προβλήματα. Πιστεύεται ότι όταν οι τίγρεις άρχισαν να επιτίθενται και να κατασπαράζουν τα πρόβατα και τις κότες των αγροτών, η κυβέρνηση της Τασμανίας τις… επικήρυξε, προσφέροντας αμοιβή για κάθε κουφάρι θυλακίνης. Ο πληθυσμός τους άρχισε να συρρικνώνεται με ραγδαίους ρυθμούς, με αποτέλεσμα η τελευταία τίγρη να πεθάνει το 1936 σε ένα ζωολογικό κήπο του νησιού.
Μέχρι σήμερα επικρατούσε η θεωρία ότι από μόνη της αυτή η πρακτική ήταν αδύνατο να οδηγήσει στον αφανισμό του είδους. Άλλωστε, τα ζώα αυτά πλήττονταν συχνά από ασθένειες, πριν από την έλευση των αποίκων, ενώ σύμφωνα με τα ιστορικά αρχεία, αμοιβές δίδονταν μόνο την περίοδο 1886 – 1909.
Στο πλαίσιο της μελέτης τους, οι ερευνητές του πανεπιστημίου της Αδελαΐδας χρησιμοποίησαν ένα μοντέλο προσομοίωσης του πληθυσμού, που τους έδειξε ότι το είδος είναι πιθανό να οδηγήθηκε στον αφανισμό εξαιτίας της καταδίωξής του και άλλων ανθρώπινων δραστηριοτήτων, όπως είναι η αποψίλωση, χωρίς να ληφθεί καν υπόψη ο παράγοντας των ασθενειών.
«Το νέο μοντέλο προσομοίωσε τις άμεσες συνέπειες του κυνηγιού επ’ αμοιβή και της απώλειας των βιοτόπων, ενώ έλαβε υπόψη τις έμμεσες – αλλά σημαντικές – συνέπειες της μείωσης των θηραμάτων της θυλακίνης (κυρίως καγκουρό) εξαιτίας των αγροτικών δραστηριοτήτων και του ανταγωνισμού από εκατομμύρια πρόβατα που εισήχθησαν», λέει ο Δρ. Τόμας Πρόουζ, επικεφαλής της επιστημονικής ομάδας, η οποία δημοσιεύει τα αποτελέσματα της μελέτης της στο Journal of Animal Ecology.
«Βρήκαμε ότι οι αρνητικές συνέπειες της εγκατάστασης ευρωπαίων αποίκων ήταν τόσο ισχυρές που, ακόμα και χωρίς επιδημίες, το είδος δεν θα μπορούσε να αποφύγει τον αφανισμό».