Η μεγάλη αραίωση του στρώματος όζοντος στις πολικές περιοχές του πλανήτη συνεχίζεται, όμως η «τρύπα» του όζοντος έχει σταθεροποιηθεί κατά την τελευταία δεκαετία, αναφέρει σε ανακοίνωσή της η Διεθνής Επιτροπή Όζοντος με αφορμή την 26η επέτειο του Πρωτοκόλλου του Μόντρεαλ, χάρη στο οποίο η κατάσταση βελτιώθηκε σημαντικά τα τελευταία χρόνια.
Τα Ηνωμένα Έθνη έχουν κηρύξει την 16η Σεπτεμβρίου Διεθνή Ημέρα Προστασίας του Στρώματος του Όζοντος σε ανάμνηση της υπογραφής του Πρωτοκόλλου στις 16/9/1987.
Η Επιτροπή, όπου προεδρεύει ο Έλληνας καθηγητής και ακαδημαϊκός Χρήστος Ζερεφός και η οποία έχει δημιουργηθεί στο πλαίσιο της Διεθνούς Ένωσης Μετεωρολογίας και Ατμοσφαιρικών Επιστημών (IAMAS), επισημαίνει ότι, όπως δείχνουν οι επίγειες και διαστημικές παρατηρήσεις, τα ατμοσφαιρικά επίπεδα του χλωρίου και του βρωμίου, των ουσιών που κατ’εξοχήν καταστρέψουν το όζον, συνεχίζουν να μειώνονται. Έτσι, οι ποσότητες του όζοντος έχουν σταθεροποιηθεί σε επίπεδο περίπου 3,5% κάτω από τα επίπεδα του 1980 σε γεωγραφικό πλάτος μεταξύ των 60 μοιρών βόρεια και 60 μοιρών νότια του Ισημερινού.
Όμως, η τρύπα του όζοντος στην Ανταρκτική επανεμφανίζεται, όταν υπάρχει άνοιξη στο νότιο ημισφαίριο και το 2012 έφθασε στο μέγιστο επίπεδο των 21,1 εκατ. τετραγωνικών χιλιομέτρων, έναντι 26,1 εκατ. το 2011 και 22,6 εκατ. το 2010. Η συρρίκνωση της τρύπας πέρυσι αποδίδεται στη σχετικά μεγαλύτερη θερμοκρασία της στρατόσφαιρας πάνω από τις πολικές περιοχές σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, καθώς και στην μεταφορά αερίων μαζών πλούσιων σε όζον από χαμηλότερα γεωγραφικά πλάτη.
Οι χαμηλές θερμοκρασίες και οι μεγάλες ποσότητες χλωρίου και βρωμίου στη στρατόσφαιρα είναι οι δύο βασικές αιτίες για την αραίωση του όζοντος πάνω από το νότιο πόλο κατά τους μήνες του χειμώνα και της άνοιξης. Η φετινή μείωση της έκτασης της τρύπας του όζοντος δεν οφειλόταν τόσο στην μείωση των χημικών ουσιών που καταστρέφουν το όζον, όσο σε ευνοϊκούς κλιματολογικούς παράγοντες.
Φέτος, οι μετεωρολογικές συνθήκες είναι πιο ψυχρές, πράγμα που ευνοεί τη διεύρυνση της τρύπας του όζοντος, η οποία ήδη, στις αρχές Σεπτεμβρίου, είχε φθάσει να έχει έκταση 18,5 εκατ. τετραγωνικών χιλιομέτρων, έναντι μόνο 10,7 εκατ. στις αρχές Σεπτεμβρίου του 2012.
Σύμφωνα με τη Διεθνή Επιτροπή Όζοντος, η τρύπα δεν αναμένεται να επιστρέψει στα επίπεδα του 1980 προτού περάσουν πολλές δεκαετίες. Η επιστροφή του παγκόσμιου στρώματος όζοντος στα προ του 1980 επίπεδα εκτιμάται ότι θα συμβεί περίπου στο μέσον του 21ού αιώνα χάρη στην μείωση των χημικών ουσιών μέσω του Πρωτοκόλλου του Μόντρεαλ. Όμως στην Ανταρκτική η επιστροφή αυτή θα καθυστερήσει άλλες δύο δεκαετίες περίπου.
Η κλιματική αλλαγή επιδρά στην τρύπα του όζοντος, καθώς τα συνεχώς αυξανόμενα «αέρια του θερμοκηπίου» δημιουργούν συνθήκες που ευνοούν την ανάκαμψη του όζοντος στις πολικές περιοχές, αλλά και τη διεύρυνση της τρύπας στις τροπικές περιοχές έως το τέλος του αιώνα μας. Η Επιτροπή προειδοποιεί ότι η διεθνής κοινότητα πρέπει να συνεχίσει να παρακολουθεί το όζον και εκφράζει την ανησυχία της επειδή ο αριθμός των επίγειων σταθμών παρατήρησης έχει μειωθεί κατά την τελευταία δεκαετία.
Ο πρόεδρος της Διεθνούς Επιτροπής Όζοντος, καθηγητής Χ. Ζερεφός, ερωτηθείς σχετικά με το αν έχουν αρχίσει να διαφαίνονται σημεία ανάκαμψης του προστατευτικού στρώματος του όζοντος, απάντησε ότι «το στρώμα του όζοντος σήμερα είναι σε μια μεταλλαγμένη κατάσταση, όπου η πολύ μεγάλη αραίωση που υπήρχε στους πόλους, έχει πλέον σταθεροποιηθεί και έτσι φέτος η αραίωση του στρώματος στην Ανταρκτική βρίσκεται στη μέση τιμή αραίωσης των τελευταίων 25 ετών».
Επομένως, όπως είπε, «το στρώμα αυτό δείχνει να έχει σταθεροποιηθεί σχετικά την τελευταία δεκαετία και οπωσδήποτε δεν έχει χειροτερέψει, με εξαίρεση το χειμώνα του 2011 στα μεγάλα γεωγραφικά πλάτη του βορείου ημισφαιρίου. Το στρώμα αυτό πάντως, όπως έχει αναγνωρισθεί, είναι εξαιρετικά ευάλωτο και στην κλιματική αλλαγή, η οποία, ενώ θερμαίνει τα κατώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας, ψύχει την περιοχή που είναι το στρώμα του όζοντος. Οι ψυχρότερες περιοχές στους πόλους καθυστερούν την ανάκαμψη του όζοντος, η οποία δεν αναμένεται να γίνει πριν το 2050, ίσως και το 2060, αν συνεχίσει το φαινόμενο του θερμοκηπίου να εξελίσσεται, όπως εξελίσσεται ραγδαία την τελευταία δεκαετία».