Αύξηση κατά σχεδόν 3% αναμένεται να σημειώσει η παγκόσμια ενεργειακή ζήτηση κατά μέσο όρο το χρόνο κατά τη διάρκεια της τρέχουσας και της επόμενης δεκαετίας, ενώ, συγκεντρωτικά, αυξάνοντας έως το 2030 τη συνολική ζήτηση κατά περισσότερο από 50% σε σχέση με τα τωρινά της επίπεδα.
Τα παραπάνω προκύπτουν από έρευνα της Siemens και του καθηγητή Horst Wildemann του Πολυτεχνείου του Μονάχου, στην οποία επισημαίνεται επίσης πως, εάν νέες ενεργειακές μονάδες προστεθούν, όπως προβλέπεται, οι εκπομπές CO2 είναι πιθανό να αυξηθούν κατά 25% ή 3.500 μεγατόνους.
«Εάν οι μονάδες καύσης άνθρακα αντικαθίσταντο σε ευρεία κλίμακα από ενεργειακές μονάδες φυσικού αερίου έως το 2030, οι εκπομπές CO2 του ενεργειακού τομέα θα μειώνονταν έως και 5% σε σχέση με τα σημερινά τους επίπεδα», δήλωσε ο καθηγητής Wildemann. «Φυσικά, θα ήταν εξωπραγματική η αντικατάσταση όλων των ενεργειακών μονάδων καύσης άνθρακα με μονάδες φυσικού αερίου, αλλά οι δυναμικές που εντοπίζονται είναι πραγματικά εντυπωσιακές», πρόσθεσε.
Οι παγκόσμιες εκπομπές CO2 που θα μπορούσαν να εξαλειφθούν σε ετήσια βάση με τον τερματισμό της παραγωγής ηλεκτρισμού από άνθρακα αντιστοιχούν στις συνολικές εκπομπές CO2 των 28 κρατών – μελών της Ε.Ε.
«Στην έρευνά μας εξετάσαμε τις τοπικές συνθήκες και τις διαφορετικές ανάγκες σε διάφορες περιοχές του κόσμου», σημείωσε ο Michael Süß, μέλος του δ.σ. και CEO του Τομέα Ενέργειας της Siemens, κατά τη διάρκεια της παρουσίασης της έρευνας στο World Energy Congress.
«Φυσικά, εκτός από τη βιωσιμότητα και την ανάγκη για αξιόπιστη παροχή ενέργειας, η οικονομία είναι πάντα σημαντική: δε θα υπήρχε λογική στο κλείσιμο νέων ενεργειακών μονάδων καύσης άνθρακα πριν το προγραμματισμένο χρονοδιάγραμμα, με μόνο στόχο τη μείωση των εκπομπών CO2. Αλλά είναι εξίσου προφανές ότι η εξάπλωση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας από μόνη της δε βελτιώνει αυτόματα την κλιματική ισορροπία, όπως δείχνουν με εντυπωσιακό τρόπο οι αυξανόμενες εκπομπές CO2 στη Γερμανία. Από την άλλη πλευρά, το κλείσιμο παλαιών ενεργειακών μονάδων καύσης άνθρακα όχι μόνο μειώνει σημαντικά τις εκπομπές, αλλά μπορεί να έχει και οικονομική λογική, όπως αποδείχτηκε στις ΗΠΑ. Στην έρευνά μας, αναλύσαμε διάφορα σενάρια, λαμβάνοντας υπόψη μία τριμερή ισορροπία μεταξύ βιωσιμότητας, αξιοπιστίας και οικονομίας», εξήγησε ο Süß.