Χαμηλό είναι το επίπεδο ασφάλειας που παρέχουν οι εταιρείες ηλεκτρονικού εμπορίου στους χρήστες που συναλλάσσονται μαζί τους, σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιήθηκε από την Kaspersky Lab και την B2B International.
Πιο αναλυτικά, μόλις το 52% των χρηματοοικονομικών εταιρειών και το 46% των επιχειρήσεων που ασχολούνται με το ηλεκτρονικό εμπόριο πιστεύει ότι πρέπει να λάβει ενισχυμένα μέτρα για την προστασία των οικονομικών συναλλαγών. Ακόμη λιγότερες εταιρείες στον τομέα αυτό παρέχουν προστασία για τις συσκευές των πελατών τους.
Οι εταιρείες ηλεκτρονικού εμπορίου είναι αυτές που επικεντρώνονται λιγότερο στην προστασία των οικονομικών δραστηριοτήτων. Το 16% των εταιρειών του κλάδου δηλώνει ότι δεν ενδιαφέρεται να προχωρήσει στην εγκατάσταση ειδικών λύσεων ασφάλειας κατά της ηλεκτρονικής απάτης, ενώ μόλις το 38% είναι πρόθυμο να επενδύσει σε τέτοια εργαλεία
Συνολικά, το 30% των επιχειρήσεων που δουλεύουν με διαδικτυακές ροές ρευστού, δεν παρέχει και δεν σχεδιάζει να προσφέρει προστασία στις συσκευές των πελατών κατά τη διάρκεια των συναλλαγών, παρότι αυτό είναι το πιο αδύναμο σημείο στην αλυσίδα της ασφάλειας, με πιθανές επιπτώσεις την απώλεια χρημάτων για τους πελάτες, αλλά και το πλήγμα στα κέρδη και τη φήμη της ίδιας της εταιρείας.
Το 28% των επιχειρήσεων δεν ενδιαφέρεται για την εγκατάσταση λογισμικού εναντίον των διαδικτυακών κλοπών στις φορητές συσκευές των πελατών του, ενώ το 30% των επιχειρήσεων δεν προσπαθεί να προστατεύσει τη δική του πληροφοριακή υποδομή από ενδεχόμενες διαδικτυακές απάτες.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η επιπόλαιη συμπεριφορά απέναντι στην προστασία των πληρωμών μπορεί να οδηγήσει σε αρνητικά σχόλια από τους πελάτες.
Περίπου το 75% των χρηστών περιμένουν από τις χρηματοοικονομικές εταιρείες να αναλάβουν την ευθύνη για τη διαφύλαξη των συσκευών τους. Επίσης, το 40% των ερωτηθέντων αισθάνεται βέβαιο ότι η εταιρεία θα προσφέρει αποζημιώσεις για τυχόν χαμένα χρήματα.
Ωστόσο, τα στατιστικά στοιχεία της Kaspersky Lab δείχνουν ότι ο αριθμός των ψηφιακών απειλών με στόχο τα οικονομικά δεδομένα μεμονωμένων χρηστών αυξάνεται συνεχώς.
Για παράδειγμα, σύμφωνα με το Kaspersky Security Network, οι επιθέσεις που χρησιμοποίησαν κακόβουλο λογισμικό με στόχο τις τραπεζικές συναλλαγές άγγιξαν τα 1,4 εκατομμύρια κατά το χρονικό διάστημα 19 Μαΐου-19 Ιουνίου, σημειώνοντας αύξηση της τάξης του 15%, σε σύγκριση με την περίοδο 19 Απριλίου-19 Μαΐου.
«Πλέον, στην καθημερινή ζωή, δεν είναι τόσο πιθανό να δούμε εγκληματίες να ληστεύουν τράπεζες, εισβάλλοντας σε αυτές, φωνάζοντας «Ληστεία!» και πυροβολώντας στον αέρα. Όλο και περισσότερα εγκλήματα “περνούν” στον ψηφιακό κόσμο.
Οι διαδικτυακοί εγκληματίες στρέφονται εναντίον των τραπεζών, ακολουθώντας τους λιγότερο προστατευμένους κρίκους της αλυσίδας, δηλαδή τις συσκευές των πελατών και τις συναλλαγές που πραγματοποιούνται με αυτές.
Για να προστατεύσουν τους πελάτες και τα κεφάλαια τους -και κατά συνέπεια την εταιρική τους φήμη- οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί θα πρέπει να χρησιμοποιούν ολοκληρωμένες και πολυεπίπεδες λύσεις, οι οποίες αντιμετωπίζουν προληπτικά την απάτη, ώστε να μεγιστοποιηθεί η αποτελεσματικότητα και να βελτιστοποιηθεί η εμπειρία του χρήστη.
Η αξιοποίηση μιας ενιαίας πλατφόρμας που προστατεύει και την τερματική συσκευή του πελάτη και το περιβάλλον της τράπεζας, παρέχει στοχευμένη και ολοκληρωμένη πρόληψη, στην οποία άλλες λύσεις αποτυγχάνουν», δήλωσε ο Ρος Χόγκαν, επικεφαλής του τμήματος παγκόσμιων διαδικτυακών κλοπών της Kaspersky Lab.