Ρομπότ τελευταίας γενιάς, που θα έχουν την «αίσθηση της αφής», αναμένεται να μπουν την επόμενη διετία στα χειρουργεία, προκειμένου να διευκολύνουν τους χειρουργούς στις λαπαροσκοπικές επεμβάσεις. Όμως η επανάσταση στη ρομποτική χειρουργική αναμένεται να γίνει σε μία δεκαετία από σήμερα, με τη χρήση των αυτόνομων ρομπότ, τα οποία θα «χειρουργούν» μόνα τους, αλλά πάντα υπό την επίβλεψη χειρουργού και ήδη δοκιμάζονται σε πειραματόζωα στην Αμερική.
Τα παραπάνω ανέφερε στη διάρκεια συνέντευξης τύπου ο ομότιμος καθηγητής χειρουργικής του ΑΠΘ, Θωμάς Γερασιμίδης, στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, με αφορμή το 30ο Πανελλήνιο Συνέδριο Χειρουργικής και το Διεθνές Χειρουργικό Φόρουμ με τίτλο «Ποιότητα και ασφάλεια στη χειρουργική».
«Επειδή όμως το ρομπότ δεν βλέπει και δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το απρόβλεπτο, πάντα θα υπάρχει η επίβλεψη χειρουργού. Η συνεργασία ρομπότ, υπολογιστή και ανθρώπου θα δημιουργήσει θαύματα στη χειρουργική την επόμενη δεκαετία» πρόσθεσε ο κ Γερασιμίδης.
Να σημειωθεί ότι το 2010 στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο του Αϊντχόφεν της Ολλανδίας, κατασκευάστηκε το πρώτο χειρουργικό ρομπότ που εφαρμόζει την απτική ανάδραση, πετυχαίνοντας σημαντική αποκατάσταση των αισθήσεων του χειρουργού και αύξηση της αποτελεσματικότητάς του, τουλάχιστον στο χώρο του εργαστηρίου.
Έως και 2 εκατ. δολάρια το κόστος κάθε συστήματος
«Περιμένουμε τη δοκιμή του συστήματος στο χώρο του χειρουργείου, για να διαπιστωθεί κατά πόσο μπορεί να εφαρμοστεί στην κλινική πράξη. Η παντελής έλλειψη απτικής ανάδρασης, σημαίνει ότι ο χειρουργός δεν νιώθει τι κάνει και συνεπώς πρέπει να βασίζεται αποκλειστικά στην εικόνα που μεταδίδει το ρομποτικό σύστημα προκειμένου να εκτελεί τους διάφορους χειρουργικούς χειρισμούς» ανέφερε ο κ. Γερασιμίδης και πρόσθεσε: «Ένα άλλο πρόβλημα της ρομποτικής χειρουργικής είναι το υψηλό κόστος, αφού κάθε σύστημα κοστίζει 700.000-2.000.000 δολάρια, και η ετήσια συντήρησή του περίπου 100.000 δολάρια, συν τα αναλώσιμα για κάθε επέμβαση.
Ωστόσο, υπάρχει η πεποίθηση ότι η μεγαλύτερη εξάπλωση των ρομποτικών συστημάτων παγκοσμίως θα μειώσει το κόστος και σε συνδυασμό με τα αδιαμφισβήτητα πλεονεκτήματά τους θα κάνει τη χρήση τους συμφέρουσα από άποψη κόστους-οφέλους σε ένα μεγάλο αριθμό χειρουργικών επεμβάσεων».
Σε ό,τι αφορά την πρόοδο, που σημειώθηκε στη χειρουργική τις τελευταίες δεκαετίες, ο καθηγητής ανέφερε: «Έχουν περάσει μόλις τρεις δεκαετίες από την πρώτη λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή(Σεπτέμβριος 1985), η οποία πραγματοποιήθηκε από τον Γερμανό χειρουργό καθηγητή Med Erich Mühe και τώρα πια δεν συζητούμε ποιες επεμβάσεις μπορούν να γίνουν λαπαροσκοπικά, αλλά ποιες δεν μπορούν.
Σήμερα, με τα ακόμη πιο εργονομικά εργαλεία, τις “έξυπνες” πηγές ενέργειας, τις κάμερες υψηλής ευκρίνειας (HD), την τρισδιάστατη όραση και τις τεχνικές φθορισμού, η λίστα των παθήσεων για τις οποίες η λαπαροσκοπική αντιμετώπιση αποτελεί την πρώτη επιλογή, διαρκώς εμπλουτίζεται με τα γνωστά της πλεονεκτήματα, που είναι το μικρότερο τραύμα, η μικρότερη νοσηλεία κ.λ.π.
Η λαπαροσκοπική χειρουργική όμως έχει ορισμένα μειονεκτήματα, όπως η περιορισμένη αντίληψη του χώρου και ιδίως του βάθους, ο περιορισμένος χώρος εργασίας, το φαινόμενο του υπομοχλίου (η κίνηση του εργαλείου προς τα δεξιά εμφανίζεται στην οθόνη ως κίνηση του εργαλείου προς τα αριστερά), μειωμένους βαθμούς ελευθερίας των λαπαροσκοπικών εργαλείων, ασταθή κάμερα, υποβάθμιση των φυσικών αισθήσεων και κόπωση του χειρουργού λόγω ορθοστασίας. Σ΄ αυτούς τους περιορισμούς η ρομποτικά υποβοηθούμενη λαπαροσκοπική χειρουργική, κατά την οποία ο χειρουργός εκτελεί την λαπαροσκοπική επέμβαση, υποβοηθούμενος από το ρομπότ, επιλύει προβλήματα».
Να σημειωθεί ότι το 2013 υπήρχαν 2000 ρομποτικά χειρουργικά συστήματα παγκοσμίως, ενώ ένα μόλις χρόνο μετά, το 2014, υπήρχαν περίπου 3100 (αύξηση άνω του 50%).