Αντιμέτωπη με την έντονη κριτική που ασκήθηκε στο κοινωνικό δίκτυο από τον πρώην αντιπροέδρο ανάπτυξης χρηστών της εταιρείας, Chamath Palihapitiya, η πολυεθνική εταιρεία του Mark Zuckerberg φαίνεται να αντιμετωπίζει μια σειρά σοβαρών ζητημάτων που -παρά την κερδοφορία της- την αναγκάζουν να υπολογίζει πιο σοβαρά τα όρια στην παντοδυναμία της.
Σε ομιλία του στο “Stanford Graduate School of Business” ο Chamath Palihapitiya κάλεσε τον κόσμο να σταματήσει να χρησιμοποιεί τα Social Media, καθώς χωρίς να το αντιλαμβάνονται οι χρήστες “τους προγραμματίζουν, τους χειραγωγούν” και ταυτόχρονα διαλύουν τον «κοινωνικό ιστό. Αφού ανέφερε ότι δεν επιτρέπει ούτε στα παιδιά του να τα χρησιμοποιούν, πρόσθεσε ότι τα social media “διαβρώνουν τα βασικά θεμέλια του τρόπου συμπεριφοράς των ανθρώπων”, ενώ υπογράμμισε πως αισθάνεται “τεράστια ενοχή” για τη δημιουργία εργαλείων που είχαν αυτόν τον στόχο.
“Τα πράγματα στα οποία βασίζεστε, οι βραχυπρόθεσμες λούπες αντιδράσεων, με κίνητρο τη ντοπαμίνη, που έχουμε δημιουργήσει, καταστρέφουν το πώς λειτουργεί η κοινωνία: κανένας πολιτικός διάλογος, καμία συνεργασία, παραπληροφόρηση, ψέματα”, κατέληξε στην κριτική του ο Chamath Palihapitiya, καλώντας τον κόσμο να κάνει ένα “μεγάλο διάλειμμα” από τα social media.
Σε απάντηση της η Facebook υπεραμύνθηκε του ότι ο Palihapitya έφυγε πριν από πολύ καιρό (2011) από το Facebook και δεν γνώριζε τις πρόσφατες πρωτοβουλίες της. “Έχουμε κάνει ένα μεγάλο έργο και έχουμε επενδύσει σε έρευνα με εξωτερικούς εμπειρογνώμονες και ακαδημαϊκούς για να κατανοήσουμε τις επιπτώσεις της υπηρεσίας μας στην ευημερία και χρησιμοποιούμε αυτό το έργο για τη συνεχή ενημέρωση και ανάπτυξη του προϊόντος μας”, αναφέρει η απάντηση της εταιρείας.
Πέρα από την κριτική του πρώην στελέχους του, ο κολοσσός των κοινωνικών δικτύων φέρεται να “περικυκλώνεται” σε διάφορα μέτωπα από τις ρυθμιστικές αρχές. Όπως αναφέρει σε δημοσίευμα του το Bloomberg, παρά την αναμενόμενη περαιτέρω κερδοφορία της για το 2019, ο κύριος προβληματισμός είναι ότι “στους ανθρώπους εκτός της εταιρείας και στους ρυθμιστές, η Facebook μοιάζει με έναν επικίνδυνο πάροχο άμεσης ευχαρίστησης σε ένα χώρο που ξαφνικά έχει καταστεί ζωτικής σημασίας για την υγεία της κοινωνίας”.
Με σκοπό να μπουν κάποια όρια στην βια και την επιθετικότητα που αναπαράγεται μέσω του δικτύου, την προηγούμενη εβδομάδα η Επιτροπή Δεοντολογίας της Δημόσιας Ζωής του Ηνωμένου Βασιλείου παρότρυνε τον πρωθυπουργό να υποστηρίξει τη νομοθεσία για τη “μετατόπιση της ισορροπίας της ευθύνης για παράνομο περιεχόμενο στις εταιρείες κοινωνικών μέσων δικτύωσης”. Σημειώνεται ότι σε νομοθετική κατοχύρωση ενάντια στην ρητορική μίσους στα social media έχει προχωρήσει και η Γερμναία.
Ένα άλλο μεγάλο αγκάθι αποτελεί το ζήτημα της φορολογίας. Η Facebook, εγγράφει σχεδόν όλα της τα εκτός ΗΠΑ έσοδα στην Ιρλανδία όπου επιβάλλονται χαμηλότεροι φορολογικοί συντελεστές. Αυτή η πρακτική οδήγησε σε έναν πραγματικό φορολογικό συντελεστή 10,1% για τη Facebook στο τρίτο τρίμηνο του 2017. Φέτος, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία και η Ισπανία, ζήτησαν την επιβολή φόρου κύκλου εργασιών από τις αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας για να αντισταθμίσουν την φοροδιαφυγή τους.
Την Τρίτη, η Facebook ανακοίνωσε ότι θα φορολογείται για τα έσοδα από μεγάλες διαφημίσεις στις χώρες στις οποίες θα εμφανίζεται καθεμία από αυτές, και όχι στην Ιρλανδία. Παρ’ όλα αυτά σύμφωνα με τον Ιρλανδό οικονομολόγο Seamus Coffey, το νέο σύστημα δεν θα αλλάξει σημαντικά τους συνολικούς φόρους που καταβάλλει η Facebook. Αντ’ αυτού, θα δημιουργήσει προσβλητικά μικρές ροές εσόδων προς περισσότερες χώρες.
Ένα τελευταίο σημείο έντονης κριτικής αποτελεί η τακτική των στοχευμένων διαφημίσεων που βασίζεται στα δεδομένα που συλλέγονται από τους χρήστες. Ένα ακόμα πρώην στέλεχος της Facebook, ο Antonio Garcia-Martinez υποστήριξε νωρίτερα ότι η τακτική αυτή είναι ουσιαστικά ανήθικη.
“Τα ανέμελα χρόνια της χωρίς έλεγχο και χωρίς φόρους ανάπτυξης των κοινωνικών δικτύων έρχονται στο τέλος τους”, καταλήγει στο δημοσίευμα του ο Bloomberg. Αν και η Facebook κατά πάσα πιθανότητα θα παραμείνει μια σημαντική δύναμη για την αγορά, “θα πρέπει να υποστεί ρυθμίσεις και αλλαγές συμπεριφοράς των χρηστών, που θα την αναγκάσουν να υιοθετήσει μία πιο ταπεινή στάση και ενδεχομένως να επανεξετάσει το επιχειρησιακό της μοντέλο”.