Σαν σήμερα πριν από 20 χρόνια, στις 4 Σεπτεμβρίου του 1998, ο Λάρι Πέιτζ και ο Σεργκέι Μπριν καταχώρησαν τη νέα εταιρεία τους με το όνομα Google, για να εξαργυρώσουν μια χορηγία άνω των 100.000 δολαρίων του συνιδρυτή της εταιρείας Sun Microsystem Αντρέας φον Μπερτολσχάιμ.
Όλα ξεκίνησαν νωρίτερα από μια τυχαία συνάντηση. Ο Larry Page, ειδικός μηχανικός από το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, επισκέφθηκε το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ για να καταλάβει εάν θα ζητήσει την είσοδο στο αναγνωρισμένο ινστιτούτο. Κάνοντας τον γύρο της πανεπιστημιούπολης γνώρισε τον Σεργκέι Μπριν, έναν φοιτητή στο τμήμα πληροφορικής. Αμέσως “κόλλησαν”, συζητώντας και διαφωνώντας για σχεδόν τα πάντα.
Ένα χρόνο αργότερα, το 1996, φτιάχνουν μια μηχανή αναζήτησης, ονόματι BackRub, η οποία έδειχνε αποτελέσματα ταξινομώντας τα έγγραφα στο World Wide Web με βάση τη συνάφεια στις λέξεις αναζήτησης. Η μηχανή αναζήτησης σύντομα μετονομάστηκε σε Google, δανειζόμενοι τον μαθηματικό όρο Googol, που περιγράφει το 1 ακολουθούμενο από 100 μηδενικά.
Η Google σύντομα τράβηξε την προσοχή των επενδυτών της Silicon Valley, μεταξύ των οποίων ο Γερμανός συνιδρυτής της Sun Microsystems, Αντρέας φον Μπερτολσχάιμ, ο οποίος είχε επενδύσει 100.000 δολάρια (86.000 ευρώ) στη μηχανή αναζήτησης τον Αύγουστο του 1998. Έχοντας εξασφαλίσει την επιθυμητή χρηματοδότηση, οι δύο νέοι μετακόμισαν τη βάση τους σε ένα γκαράζ – το πρώτο γραφείο της Google.
Το γκαράζ ανήκε στην Susan Wojcicki, την σημερινή διευθύντρια του YouTube, μιας μονάδας της Google. Το μότο της νέας εταιρείας τα πρώτα χρόνια ήταν το «Don´t be evil», «Μην κάνεις τίποτα κακό».
Από τότε, η Google άλλαξε τον κόσμο. Ο εντοπισμός πληροφοριών στο ίντερνετ μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου έχει γίνει αυτονόητος τις τελευταίες δύο δεκαετίες και η λέξη “γκουγκλάρω” έχει μπει στο καθημερινό μας λεξιλόγιο. Αν και μηχανές αναζήτησης υπήρχαν και πριν από τον αμερικανικό κολοσσό, το βασικό πλεονέκτημα της Google ήταν ένας καινοτόμος αλγόριθμος αλλά και οι μικρές διαφημίσεις γύρω στα αποτελέσματα αναζήτησης, κομμένες και ραμμένες στα μέτρα του χρήστη.
Σύμφωνα με τον αναλυτή της GlobalData Avi Greengart, το μεγαλύτερο επίτευγμα της Google τα τελευταία 20 χρόνια ήταν η “δημιουργία εσόδων από την αναζήτηση”, που “κατόρθωσε να την μετατρέψει σε μια επιχείρηση διαφήμισης που εξακολουθεί να παράγει τη συντριπτική πλειοψηφία των κερδών της εταιρείας”. Χάρη σε αυτές τις διαφημίσεις η ιστοσελίδα συγκεντρώνει δισεκατομμύρια. Ενδεικτικό ότι μόνο το τελευταίο τρίμηνο ο αμερικανικός κολοσσός έκανε τζίρο 32,6 δις, από τα οποία τα 28 προέρχονταν από διαφημιστικά έσοδα.
Ωστόσο, όλο και συχνότερα εκφράζονται ανησυχίες για τη μαζική συλλογή προσωπικών δεδομένων από την Google, ειδικότερα μετά το σκάνδαλο της Cambridge Amalytica. Μήπως ο αμερικανικός γίγαντας γνωρίζει εν τέλει υπερβολικά πολλά για τους χρήστες; Μόλις πρόσφατα η εταιρεία αναγκάστηκε να απολογηθεί για τους λόγους για τους οποίους τα κινητά με λογιστικό Android, που ανήκει στην Google, συλλέγουν πληροφορίες για το σημείο στο οποίο βρίσκεται ο χρήστης, ακόμα κι αν εκείνος δεν το επιθυμεί. Την ίδια στιγμή η νέα λειτουργία Google Assistant χρειάζεται πολλά προσωπικά δεδομένα για να είναι σε θέση να παράσχει πλήθος υπηρεσιών στον χρήστη.
Τον Ιούλιο, η Wall Street Journal ανέφερε ότι οι προγραμματιστές εφαρμογών τρίτων χρηστών είχαν πρόσβαση στα εισερχόμενα των χρηστών του Gmail που είχαν εγγραφεί για υπηρεσίες βασισμένες σε email. Η αποκάλυψη ήρθε περισσότερο από ένα χρόνο αφότου η Google είπε ότι θα σταματούσε να “σκανάρει” τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου για να εξατομικεύει τις διαφημίσεις της. “Αυτό που θα καθορίσει την Google κατά τα επόμενα 10 χρόνια θα είναι η ικανότητά της να διατηρήσει τις διαφημιστικές της δραστηριότητες, ενώ συγχρόνως θα προστατεύει την ιδιωτική ζωή των καταναλωτών με έναν τρόπο που θα γνωρίζουν”, δήλωσε ο Moorhead, ένας αναλυτής της Moor Insights and Strategy. “Η εμπιστοσύνη είναι η κατώτατη γραμμή. Πρέπει και μπορούμε να εμπιστευτούμε την Google;”, αναρωτιέται.
Πέραν των υπέρμαχων της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, λίγες μέρες πριν από τα 20ά της γενέθλια η Google δέχθηκε επίθεση και από τον Ντόναλντ Τραμπ. Ο Aμερικανός πρόεδρος ισχυρίζεται ότι σε αναζήτηση ειδήσεων για το άτομό του εντόπισε ως επί το πλείστον αρνητικά δημοσιεύματα. Και απείλησε με επιπτώσεις. Η Google απέρριψε τις κατηγορίες. Θεωρείται, ωστόσο, δεδομένο ότι το ζήτημα θα τεθεί αύριο από τους Ρεπουμπλικανούς στην ακροαματική διαδικασία της Γερουσίας για τους διαδικτυακούς κολοσσούς.
Νωρίτερα φέτος, η eMarketer, εταιρεία ερευνών, προέβλεψε ότι η Google και το Facebook, οι ηγέτες της αγοράς στην αγορά ψηφιακών διαφημίσεων των ΗΠΑ, θα μειώσουν το μερίδιο αγοράς τους για πρώτη φορά φέτος, καθώς οι μικρότεροι ανταγωνιστές όπως το Amazon και Snapchat αναζητούν μεγαλύτερο μερίδιο της πίτας . Ωστόσο σύμφωνα με τον αναλυτή της RBC Capital Markets, Mark Mahaney, η συζήτηση αυτή είναι “γελοία”, καθώς “η μεγαλύτερη βασισμένη σε έσοδα διαφημίσεων επιχείρηση έχει αυτή τη στιγμή κατά μέσο όρο αύξηση 23% για 34 συνεχόμενα τρίμηνα και δεν παρουσιάζει σημάδια επιβράδυνσης”. Ταυτόχρονα, “οι επενδύσεις της εταιρείας στο Cloud, σε οικίες συνδεδεμένες στο διαδίκτυο και αυτόνομα οχήματα ενδέχεται να διατηρήσουν κερδοφόρα την εταιρεία για περισσότερα χρόνια”.