Το ξέσπασμα της πανδημίας του κορωνοϊού φαίνεται πως «άνοιξε τον δρόμο» για τεράστιες επενδύσεις, ιδιωτικές και δημόσιες, ανά τον κόσμο τους επόμενους μήνες και χρόνια πάνω σε προϊόντα νανοτεχνολογίας.
Την παραπάνω εκτίμηση διατύπωσε ο διευθυντής του Εργαστηρίου Νανοτεχνολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), καθηγητής Στέργιος Λογοθετίδης, στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό πρακτορείο ειδήσεων.
Ήδη, κυβερνήσεις και σχηματισμοί κρατών, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), έσπευσαν τις τελευταίες εβδομάδες να χρηματοδοτήσουν με επείγουσες διαδικασίες, την έρευνα και κυρίως startups και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με στόχο την ανάπτυξη προϊόντων νανοτεχνολογίας για τη διάγνωση και πρόληψη της εξάπλωσης του κορωνοϊού, ενώ οι σχετικές ευρεσιτεχνίες πληθαίνουν.
Αόρατο “οπλοστάσιο” για τον αόρατο εχθρό στον μικρόκοσμο των νανοδιαστάσεων
“Η ανθρωπότητα βρίσκεται σε μια φάση, που χρειάζεται επειγόντως έτοιμα προϊόντα για την καταπολέμηση του ιού, όχι απλά ιδέες, οπότε η φράση “urgent call” -επείγουσα προκήρυξη- τιτλοφορεί συχνά αυτές τις προκηρύξεις για χρηματοδότηση”, λέει ο δρ. Λογοθετίδης, επισημαίνοντας ότι ο ιός είναι ένας αόρατος εχθρός -το μέγεθός του δεν υπερβαίνει τα 60 έως 140 νανόμετρα- οπότε το “οπλοστάσιο” που προσφέρει η νανοτεχνολογία, η οποία αναπτύσσει τα “όπλα” της σε αυτόν ακριβώς τον μικρόκοσμο των νανοδιαστάσεων, είναι πολύτιμα.
Επιπλέον, το γεγονός ότι η νανοτεχνολογία είναι πολυθεματική και διεπιστημονική -υπό την έννοια ότι συνδυάζει πολλά διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα στον κόσμο του nano- επιτρέπει τις διεπιστημονικές προσεγγίσεις των ερευνητικών ομάδων στο πρόβλημα.
Διαγνωστικά τεστ, φάρμακα νέας γενιάς και εμβόλια, καταπολέμηση του ιού με νανοσωματίδια και πρόληψη με εμβόλια, νανοϋλικά και νανοεπικαλύψεις για προστατευτικές μάσκες, αντιμικροβιακά υφάσματα, είδη και ρούχα ατομικής προστασίας, προϊόντα απολύμανσης χώρων: για όλα αυτά, η νανοτεχνολογία μπορεί σήμερα να προσφέρει λύσεις μεγάλης εμβέλειας, επισημαίνει.
Οι πατέντες τραβούν την ανηφόρα
Ενδεικτικό της στροφής στη νανοτεχνολογία είναι και το γεγονός ότι, σύμφωνα με τον καθηγητή του Τμήματος Φυσικής του ΑΠΘ, στο διάστημα Ιανουαρίου- αρχών Μαρτίου 2020, με την πανδημία σε εξέλιξη, υποβλήθηκαν παγκοσμίως 477 αιτήσεις κατοχύρωσης ευρεσιτεχνίας για προϊόντα νανοτεχνολογίας και βιοτεχνολογίας, που σχετίζονται με την αντιμετώπιση κορονοϊών, έναντι 469 στο σύνολο του 2019 και μόλις 13 το 2003.
Οι κορονοϊοί άρχισαν να τραβούν το ενδιαφέρον της ανθρωπότητας μετά το χτύπημα του SARS, αρχικά στην Ασία, το 2002-2004. Εκτοτε, οι ευρεσιτεχνίες για την αντιμετώπιση κορονοϊών διέγραψαν ανοδική -αλλά σχετικά σταθερή- πορεία στα χρόνια που ακολούθησαν, πριν αρχίσουν να διαγράφουν ξανά έντονα αυξητική τροχιά το 2017-2019.
Ενδεικτικό του ενδιαφέροντος που υπάρχει για τους δρόμους που διανοίγει η νανοτεχνολογία στο πεδίο της αντιμετώπισης πανδημιών, είναι το γεγονός ότι στην πρώτη θέση της σχετικής λίστας φιγουράρει το Harvard College, ακολουθούμενο από τη βιοφαρμακευτική εταιρεία Curevac AG με έδρα το Τίμπινγκεν της Γερμανίας και την υπόλοιπη “αφρόκρεμα” των αμερικανικών πανεπιστημίων, το MIT (Massachusetts Institute of Technology) και το CalΤech (California Institute of Technology).
Με βάση αυτόν τον ρυθμό, παρότι μόλις το 5,2% των συνολικών αιτήσεων (9.217) που κατατέθηκαν σε 24 διαφορετικά γραφεία ευρεσιτεχνιών ανά την υφήλιο μέχρι σήμερα, αφορά τη νανοτεχνολογία, ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να είναι εκθετικός τους επόμενους μήνες και χρόνια.
Ώθηση στη νανοϊατρική, μια αγορά μεγέθους 600-700 δισ. ευρώ σήμερα
“Η συνολική αγορά της νανοτεχνολογίας σήμερα παγκοσμίως αποτιμάται ως μέγεθος γύρω στα 5 τρισεκατομμύρια ευρώ. Στο συνολικό αυτό μέγεθος, η νανοϊατρική αντιστοιχεί, με βάση στοιχεία του τέλους του 2019, στα 600-700 δισ. ευρώ. Το μέγεθος αυτό αναμένεται να αυξηθεί αισθητά στα επόμενα χρόνια, έπειτα και από τις ανάγκες που ανέδειξε η πανδημία, αλλά και μετά τα κονδύλια που έχουν ήδη “πέσει” στην αγορά για την ανάπτυξη λύσεων νανοτεχνολογίας”, εκτιμά ο δρ. Λογοθετίδης, επισημαίνοντας ότι, ήδη, χώρες όπως η Γερμανία και η Ινδία στηρίζουν προϋπάρχουσες νεοφυείς επιχειρήσεις (startups) στον τομέα της νανοτεχνολογίας και νανοϊατρικής, ώστε να στραφούν στην ανάπτυξη προϊόντων που σχετίζονται με την καταπολέμηση κορονοϊών και καταστάσεων όπως η COVID-19.
“Σε κάθε περίπτωση”, παρατηρεί ο καθηγητής, “αυτή τη στιγμή χρειάζονται για όλα διαδικασίες fast track, ώστε η προϋπάρχουσα καινοτομία να εξελιχθεί άμεσα από ιδέα σε προϊόν. Για αυτό και οι κινήσεις γίνονται πολύ άμεσα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε επείγουσα προκήρυξη για startups και ΜΜΕ, οι οποίες διαθέτουν τεχνολογία και καινοτομίες σχετικές με τα τεστ, τη διάγνωση και την παρακολούθηση της πανδημίας του κορονοϊού. Στόχος ήταν να χρηματοδοτηθούν με 164 εκατ. ευρώ από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Καινοτομίας (EIC) για να αναπτύξουν προϊόντα. Η σχετική προθεσμία έληξε στις 20 Μαρτίου”.
Από τις Βρυξέλλες μέχρι την Τσεχία και το Νέο Δελχί
Πέραν της νέας αυτής προκήρυξης, η Κομισιόν χρηματοδοτεί ήδη startups και ΜΜΕ για καινοτομίες σχετικές με τον κορονοϊό, μέσω πρότζεκτ όπως το EpiShuttle project (μονάδες για την απομόνωση και ασφαλή μεταφορά ασθενών που νοσούν από μεταδοτικές ασθένειες) ή το m-TAP project (τεχνολογία φιλτραρίσματος του αέρα).
Παράλληλα, σε επίπεδο κρατών, κυβερνήσεις όπως αυτή της Τσεχίας εφήρμοσαν δοκιμαστικά νανοπολυμερή για την απολύμανση οχημάτων των δημόσιων μεταφορών, με το επιχείρημα ότι επιτυγχάνουν πολύ καλύτερα αποτελέσματα από τα παραδοσιακά απολυμαντικά.
Στην Ινδία, η νεοφυής επιχείρηση “Fabiosys Innovations”, που εδρεύει σε θερμοκοιτίδα του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της χώρας (ΙΙΤ) στο Δελχί, “ποντάρει” στην αξιοποίηση του “νάνο” για την ανάπτυξη αντιμικροβιακών υφασμάτων για τις στολές του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού. Η δε ιαπωνική εταιρεία νανοτεχνολογίας Nanotera ανέπτυξε το αντιμικροβιακό σπρέι MVX Protex για την προστασία κατοικιών και νοσοκομείων από τον ιό.
Η Κίνα επιστρέφει (και με εξαγωγές), οι πρώτες ύλες λείπουν, το κόστος μεταφοράς αυξάνεται και οι πιστοποιήσεις καθυστερούν
Στην Κίνα, όπου η παραγωγική δραστηριότητα κάθε μορφής είχε περιορισθεί ή σταματήσει λόγω της πανδημίας, οι σχετικές εταιρείες και αυτές της νανοτεχνολογίας, που εργάζονταν πάνω σε διάφορα αντικείμενα, επανέρχονται ήδη δριμύτερες, προσπαθώντας να κερδίσουν τον χαμένο χρόνο. “Η Κίνα επανέρχεται πλέον πολύ επιθετικά και οι επιχειρήσεις της αρχίζουν όχι απλά να παράγουν, αλλά και να εξάγουν”, λέει, σε μια εποχή μάλιστα που για μια ευρωπαϊκή χώρα είναι ενίοτε πιο εύκολο να κάνει εισαγωγές από την Ασία -πχ. από τη Νότια Κορέα- από ό,τι από τη Γερμανία, λόγω του διαφορετικού τρόπου με τον οποίο κάθε χώρα διαχειρίζεται τον γρίφο της πανδημίας.
“Για να παράγεις οτιδήποτε χρειάζεσαι πρώτες ύλες κι αυτή τη στιγμή σε πολλές περιπτώσεις οι πρώτες ύλες λείπουν ή η παράδοσή τους καθυστερεί πολύ είτε το κόστος της μεταφοράς τους είναι σημαντικά μεγαλύτερο. Αντίστοιχα, για να λάβεις μια πιστοποίηση CE για ένα νέο προϊόν που θα δημιουργήσεις απαιτούνται περίπου έξι μήνες”, τονίζει, επισημαίνοντας ότι η διάρκεια αυτή είναι απαγορευτική για την επείγουσα κατάσταση που διανύουμε και γι’ αυτό χρειάζεται η Πολιτεία και η ΕΕ να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα.
Μάσκα με νανοφίλτρα και σπρέι αδρανοποίησης
Σήμερα, το Εργαστήριο Νανοτεχνολογίας του ΑΠΘ με τους συνεργάτες του, 40 ερευνητές που δουλεύουν πυρετωδώς, έχει ήδη μπει στον αγώνα κατά του Covid-19 με τρία προϊόντα, σε συνεργασία με τις ελληνικές εταιρείες BLNanobiomed και Organic Electronic Technologies και τον Σύνδεσμο Ελληνικών Επιχειρήσεων Οργανικών Ηλεκτρονικών.
Στόχος είναι αφενός η παραγωγή μασκών με νανοφίλτρα και προστατευτικά υλικά με νανοσωματίδια, ασπίδων προστασίας με νανοϋλικά, εκτυπωμένων σε εκτυπωτές 3D, και αφετέρου η δημιουργία σπρέι που αδρανοποιεί τον νέο κορονοϊό, απολυμαίνοντας επιφάνειες και είδη και ρούχα ατομικής προστασίας υγειονομικού προσωπικού. Οπως πρόσφατα δήλωσε η καρδιολόγος Δρ Βαρβάρα Καραγκιοζάκη, υπεύθυνη Νανοϊατρικής στο Εργαστήριο Νανοτεχνολογίας του ΑΠΘ, η πρωτότυπη μάσκα έχει ήδη εκτυπωθεί.
Ωστόσο, και σε αυτή την περίπτωση, οι αρρυθμίες στην παγκόσμια αγορά πρώτων υλών ενδέχεται να δημιουργήσουν προβλήματα. “Το Εργαστήριό μας φτάνει μέχρι ένα σημείο. Δημιουργήσαμε τα πρωτότυπα, αλλά για να περάσουμε σε μαζική παραγωγή, χρειάζεται να μπορούν να παράγουν οι εταιρείες. Η έλλειψη πρώτων υλών όμως και η καθυστέρηση στην παροχή της σήμανσης CE προκαλούν προβλήματα”, καταλήγει ο καθηγητής.