Τα ανεκμετάλλευτα βάθη του καταδυτικού τουρισμού στην Ελλάδα, μια μορφή οικοτουρισμού με μια εύπορη και «πράσινη» βάση 6 εκατομμυρίων δυτών

Η καταδυτική εμπειρία στην Ελλάδα αποτελεί έναν μοναδικό συνδυασμό άθλησης και περιβαλλοντικής – πολιτιστικής εξερεύνησης, όμως ο κλάδος του καταδυτικού τουρισμού παραμένει εν πολλοίς μια υποβαθμισμένη κατηγορία οικοτουρισμού, παρά τις δυνατότητες βιώσιμης ανάπτυξης που προσφέρει και τη δυνατότητα συμβολής του στην επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου.

Του Γιώργου Λαμπρόπουλου

Αν και ο τουρισμός στην Ελλάδα είναι κυρίως συνδεδεμένος με τις αμμώδεις παραλίες και τα ιστορικά μνημεία της στεριάς, ο καταδυτικός τουρισμός έχει αρχίσει να αποκτάει ολοένα και μεγαλύτερη δημοτικότητα. Είναι μια μορφή εναλλακτικού και βιώσιμου τουρισμού που προσελκύει τους ταξιδιώτες που αναζητούν μια πιο περιπετειώδη εμπειρία και επιθυμούν να εξερευνήσουν τα βάθη της θάλασσας. Η χώρα μας, άλλωστε, διαθέτει μοναδικά πλεονεκτήματα: Με πάνω από 15.021 χλμ. ακτογραμμής, πάνω από 3.000 νησιά και βραχονησίδες και χιλιετίες αρχαίας ιστορίας, η Ελλάδα θεωρείται ένας καταδυτικός παράδεισος, εξαιτίας των βραχωδών υποθαλάσσιων σχηματισμών στα καταγάλανα νερά της, της πλούσιας θαλάσσιας χλωρίδας και πανίδας, που απαριθμεί χιλιάδες είδη, του μεγάλου αριθμού ιστορικών ναυαγίων, καθώς και των ιδανικών κλιματικών συνθηκών που επικρατούν και επιτρέπουν τη δραστηριότητα για τουλάχιστον 8-9 μήνες μήνες το έτος.

Τα πλεονεκτήματα αυτά μπορούν να τραβήξουν την προσοχή ενός παγκόσμιου τουριστικού κοινού, που υπολογίζεται ότι αριθμεί έξι εκατομμύρια δύτες παγκοσμίως, πέντε εκατομμύρια εκ των οποίων είναι Ευρωπαίοι και τρία εκατομμύρια Γερμανοί, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα. Παράλληλα, υπάρχουν και 25 εκατομμύρια τουρίστες που επιδίδονται στην εξερεύνηση του βυθού με μάσκα και αναπνευστήρα, το λεγόμενο snorkeling. Πρόκειται για τουρίστες κάθε ηλικίας και σε πολύ μεγάλο βαθμό περιβαλλοντικά συνειδητοποιημένους, που δύνανται να συνεισφέρουν έτσι σε μια βιώσιμη εναλλακτική στο αναδυόμενο πρόβλημα του υπερτουρισμού και της περιβαλλοντικής υποβάθμισης λόγω αυτού πολλών περιοχών της χώρας. 

Αυτή τη στιγμή ανά την ελληνική επικράτεια δραστηριοποιούνται περίπου 270 καταδυτικά κέντρα, στα οποία απασχολούνται εκατοντάδες πιστοποιημένοι εκπαιδευτές καταδύσεων. Σύμφωνα με ιδιοκτήτες καταδυτικών κέντρων με τους οποίους μίλησε η «DEALnews», οι τουρίστες που ασχολούνται με τις καταδύσεις λόγω του υψηλού επιπέδου τους διαθέτουν χρήματα γενναιόδωρα κατά τη διάρκεια των διακοπών τους, προσφέροντας έτσι ανάπτυξη σχεδόν σε κάθε γωνιά της χώρας και σε μια σειρά άλλων κλάδων και βοηθώντας ταυτόχρονα στην επιμήκυνση της τουριστικής σαιζόν. Το κυρίαρχο μοντέλο τουρισμού «προσελκύει τη μαρίδα», ενώ μορφές οικοτουρισμού, όπως ο καταδυτικός τουρισμός, φέρνουν τουρίστες «με ποιότητα που έχουν και χρήμα», μας δηλώνει ο Σπύρος Παπακαστρίτσιος, ιδιοκτήτης του Blue Adventures Diving στα Χανιά, ενός από τα παλιότερα καταδυτικά κέντρα στη χώρα, που λειτουργεί από το 1993. Οι τουρίστες που είναι πιστοποιημένοι δύτες «δεν είναι φθηνομπατίρηδες, θέλουν να κοιμηθούν καλά, να φάνε καλά, να κάνουν κι άλλα πράγματα, να ξοδέψουν σε αυτά κι έχουν αυτήν την οικονομική δυνατότητα» μας δηλώνει ο Γιάννης Μωραΐτης, πρόεδρος του Συνδέσμου Καταδυτικών Κέντρων Ελλάδας (ΣΥΚΑΚΕΛ), που επισημαίνει ότι «οι σημερινοί δύτες έχουν πλέον στο έπακρο περιβαλλοντική συνείδηση», καθώς, άλλωστε, πολλές φορές βοηθούν στην αποκομιδή σκουπιδιών από τους βυθούς.

Το υψηλό επίπεδο και την περιβαλλοντική υπευθυνότητα του κοινού του καταδυτικού τουρισμού επιβεβαιώνει και ο Νίκος Μαϊτός, του Nima Dive Center στην Αγία Αννα της Νάξου, ενός καταδυτικού κέντρου, που συχνά προχωράει και σε δράσεις υποβρύχιου και παράκτιου καθαρισμού. Οπως δήλωσε, η επιχείρησή του είχε πελάτες και κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων, αλλά και τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο, off season εποχές που η Αγία Αννα είναι παραθαλάσσιο θέρετρο «φάντασμα», ενώ μια οικογένεια που θα τον επισκεπτόταν τη μέρα που μιλήσαμε, τον είχε ενημερώσει ότι λίγο νωρίτερα θα εξερευνούσε την πλούσια γαστρονομική κουλτούρα της περιοχής. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο καταδυτικός τουρισμός μπορεί να διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο για το ξεπέρασμα της εποχικότητας του ελληνικού τουρισμού, καθώς με τις κλιματολογικές συνθήκες που βλέπουμε να επικρατούν τα τελευταία χρόνια θα μπορούσε να προσελκύει τουριστικό κοινό για «τουλάχιστον 9-10 μήνες τον χρόνο». «Η ακτογραμμή των Χανίων έχει μέση θερμοκρασία νερού 16 °C, μια θερμοκρασία προσιτή για κατάδυση, με μια κλασική στολή πέντε χιλιοστών μη στεγανού τύπου» μας πληροφορεί και ο Σπ. Παπακαστρίτσιος.

Ο ίδιος θεωρεί ότι υπάρχει χρόνια έλλειψη κρατικού ενδιαφέροντος για την ανάπτυξη του τουριστικού κλάδου, φανερή, άλλωστε, από το γεγονός ότι μέχρι το 2005 οι δύτες είχαν πρόσβαση σε μόλις 620 μίλια από τα 10.000 της ελληνικής ακτογραμμής, κυρίως για λόγους προστασίας ενάλιων αρχαιοτήτων. «Από το 1995 έως το 2005 δεν μπορούσα να κάνω καταδύσεις, παρόλο που είχα αναγνωρισμένη σχολή από την PADI (σ.σ.: τoν επίσημo οργανισμό σε παγκόσμιο επίπεδο για την κατάδυση αναψυχής)» αναφέρει. Το νομικό πλαίσιο άλλαξε με τον Ν.3409/2005 κι από τότε μέχρι σήμερα επιτρέπεται η κατάδυση σε όλες τις παράκτιες περιοχές της Ελλάδας, γεγονός που έδωσε νέα πνοή στις υποβρύχιες καταδύσεις και βοήθησε στη ραγδαία ανάπτυξη του κλάδου. Ωστόσο, σύμφωνα με τον κ. Παπακαστρίτσιο, πρόκειται για «μια πίτα περιορισμένου μεγέθους», που το ελληνικό κράτος δεν δείχνει ενδιαφέρον να τη μεγεθύνει, μη δείχνοντας το απαραίτητο ενδιαφέρον για την προώθηση του τουριστικού προϊόντος στο εξωτερικό. «Τριάντα δύο χρόνια δεν έχω δει το κράτος να κάνει τίποτα, έχω πάει με περίπτερο μόνος μου να παλέψω με τα θηρία, απέναντι στην Τουρκία που είχε 15 diving center στην έκθεση» δηλώνει ο ιδιοκτήτης της Blue Adventures Diving, που πρωταγωνίστησε πριν από λίγους μήνες στη μεγαλύτερη έκθεση ναυτιλίας και θαλασσίων σπορ στον κόσμο, την Boot Dusseldorf, όπου η PADI αποφάσισε να παρουσιάσει στο περίπτερό της στην έκθεση φωτογραφίες αποκλειστικά από τα Χανιά, αναδεικνύοντάς τα ως καταδυτικό προορισμό που συνδυάζει ταυτόχρονα τον ήλιο, τη θάλασσα και τις φυσικές ομορφιές του κρητικού τοπίου.

Από την πλευρά του, ο Ν. Μαϊτός αναγνωρίζει ότι έχουν γίνει κάποια θετικά βήματα τα τελευταία χρόνια, αλλά «υπάρχει πολύ μέλλον μπροστά μας». Οπως δηλώνει στη «DEALnews», «η Ελλάδα διαθέτει υποθαλάσσιο πλούτο, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί υπέρ των πολιτών και της οικονομίας». «Τα πράγματα γίνονται όλο και καλύτερα, χωρίς να τρέχουν» συμφωνεί και ο Γ. Μωραΐτης, εκ μέρους του ΣΥΚΑΚΕΛ, στην πρόσφατη γενική συνέλευση του οποίου είχε παρευρεθεί και η υπουργός Τουρισμού Ολγα Κεφαλλογιάννη, δεσμευμένη για συγκεκριμένα βήματα ενίσχυσης του κλάδου το επόμενο διάστημα. Πριν από δύο χρόνια δημοσιοποιήθηκε ΚΥΑ, με την οποία καθορίστηκαν οι όροι διενέργειας καταδύσεων αναψυχής σε 91 χαρακτηρισμένα μνημεία ναυάγια πλοίων και αεροσκαφών.

Τα 91 ναυάγια ανήκουν σε μεταλλικά πλοία και αεροσκάφη τα οποία βυθίστηκαν από το 1868 έως και το 1970 -τα περισσότερα από την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου- και βρίσκονται σε βάθη που κυμαίνονται από 10 έως και 120 μέτρα. Από τα 91 ναυάγια, τα 11 μόνο αυτή τη στιγμή είναι έτοιμα για να υποδεχτούν δύτες, ενώ πρόσφατα άνοιξαν για το κοινό και κάποιοι ενάλιοι αρχαιολογικοί χώροι. Πέρσι εκδόθηκε και μια υπουργική απόφαση (Αριθμ. 3000.0/31173/2023) που καθορίζει τους όρους και τη διαδικασία για τη δημιουργία τεχνητών υφάλων καταδύσεων σε ελληνικά ύδατα, η οποία, ωστόσο, βρίσκεται ακόμα στο στάδιο των υπογραφών για να τεθεί σε ισχύ. Από μια άποψη, τα αργά βήματα στο θεσμικό πλαίσιο είναι λογικά, καθώς η διατήρηση του υποβρύχιου περιβάλλοντος απαιτεί προσεκτική διαχείριση και προστασία από την υπερβολική εκμετάλλευση. Επίσης, η εκπαίδευση και η ενημέρωση των καταδυτών σχετικά με τις βασικές αρχές της βιωσιμότητας και της προστασίας του υποβρύχιου οικοσυστήματος είναι ζωτικής σημασίας, ώστε να μπορούμε να μιλάμε για μια μορφή βιώσιμου τουρισμού.

«Απέχουμε κάτι αιώνες για να φτάσουμε την οργανωμένη βιομηχανία καταδυτικού τουρισμού που προσφέρει η Αίγυπτος» εκτιμά συνολικά ο κ. Μωραΐτης, που επισημαίνει και την έλλειψη θεσμικού πλαισίου για τον ιδιαίτερα κερδοφόρο θεσμό του liveboard, τη δυνατότητα πολυήμερης εν πλω εκδρομής και διανυκτέρευσης στο σκάφος, που χρησιμοποιείται ως βάση κατάδυσης, που εκμεταλλεύεται η γείτονα χώρα. Στις κοντινές ανταγωνίστριες χώρες συγκαταλέγεται και η Μάλτα, η οποία εκμεταλλεύεται τα ναυάγια που διαθέτει, χρηματοδοτώντας το 5% του ΑΕΠ της από τα έσοδα από τον καταδυτικό τουρισμό. «Το πρόβλημα της Ελλάδας είναι ότι δεν είναι καταδυτικός προορισμός, δεν υπάρχει στο portfolio των πιστοποιημένων δυτών ως χώρα προς επίσκεψη» υποστηρίζει ο εκπαιδευτής Βασίλης Κουλουμπέρης, που θεωρεί ότι μπορεί να επενδύσουμε στα πλεονεκτήματα που διαθέτουμε: «Ασφαλή ρεύματα, καθαρά νερά, ξεχωριστής ομορφιάς τοπία». 

 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ 

- Διαφήμιση -

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ