Μια «αθόρυβη» τάση μεταμόρφωσης του ελληνικού τουρισμού σε ένα λιγότερο εποχικό μοντέλο καταγράφει οικονομική έρευνα της Εθνικής Τράπεζας για το 3ο τρίμηνο του 2024, με τις μικρομεσαίες ξενοδοχειακές μονάδες να επιδεικνύουν τάσεις προσαρμογής στις νέες καταναλωτικές τάσεις που μπορεί να τις βοηθήσουν ως προς την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς τους.
Καθώς η φετινή χρονιά αναμένεται να καταγράψει ρεκόρ αφίξεων της τάξης των 36 εκ. (+10%), η οικονομική ανάλυση της τράπεζας διακρίνει μια εμφανή τάση μείωση της εποχικότητας που παραδοσιακά χαρακτηρίζει την ελληνική τουριστική βιομηχανία. Συγκεκριμένα, η άνοιξη αύξησε το μερίδιό της στις αφίξεις του προηγούμενου δωδεκαμήνου κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες (σε 16% από 14% το 2023), σημειώνοντας ιστορικό υψηλό περιόδου (+1 εκατ. αφίξεις έναντι άνοιξης 2023). Η δυναμική αυτή επέκτασης της σαιζόν πέρα από τους καλοκαιρινούς μήνες σημειώνεται ωστόσο ότι εμφανίζεται πιο περιορισμένη στους φθινοπωρινούς «πλάγιους» μήνες, καθώς το μερίδιό της στη χρονιά είναι κοντά στον μεσογειακό μέσο όρο (25%). Επίσης, ο ανοιξιάτικος τουρισμός φαίνεται να ευνοείται από ταξιδιώτες χωρών εκτός ΕΕ (με άνοδο της τάξης του 22-24%), ενώ αντίθετα σε αυτή την τάση φαίνεται να κινείται η παραδοσιακή αγγλοαμερικάνικη αγορά.
Την ίδια στιγμή εμφανίζονται τάσεις προσαρμογής και των ΜμΕ ξενοδοχειακών μονάδων στη μετάβαση σε ένα νέο μοντέλο που θα ανταποκρίνεται στη διεθνή ζήτηση για λιγότερο συγκεντρωμένα ταξίδια στην περίοδο αιχμής. Σύμφωνα με την Έρευνα Συγκυρίας της Εθνικής Τράπεζας σε δείγμα 200 ΜμΕ του ξενοδοχειακού κλάδου, τα μικρομεσαία ξενοδοχεία ενδιαφέρονται όλο και περισσότερο για ψηφιακές υπηρεσίες, τοπικές δραστηριότητες & προϊόντα που διαφοροποιούνται από το all-inclusive μοντέλο του μαζικού θερινού τουρισμού. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι ενθαρρυντικό ότι το 44% του τομέα έχει ήδη προσαρμοστεί στις νέες ανάγκες (π.χ. συνεργασίες με τοπικές επιχειρήσεις), ενώ ζωηρό είναι το ενδιαφέρον για περαιτέρω σχετικές δράσεις από το 25% των ξενοδοχειακών ΜμΕ.
Όπως είναι λογικό υψηλότερος βαθμός στρατηγικής κινητοποίησης εντοπίζεται στις σχετικά μεγαλύτερες επιχειρήσεις, καθώς 57% των μεσαίων και μικρών (με κύκλο εργασιών μεταξύ €0,5-10 εκ.) έχει ήδη προσαρμόσει τη στρατηγική του ώστε να ανταποκριθεί στις νέες τάσεις (έναντι μόλις ¼ των πολύ μικρών). Ενδεικτικά, περίπου ¾ των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων συμμετέχει σε τοπικούς συνδέσμους και προωθεί τοπικά προϊόντα, έναντι περίπου ⅓ των πολύ μικρών.
Επισημαίνεται ωστόσο ότι οι πολύ μικρές ξενοδοχειακές μονάδες (με κύκλο εργασιών χαμηλότερο των €0,5 εκ.) διαθέτουν κάποια συγκριτικά πλεονεκτήματα προσαρμογής στις νέες απαιτήσεις, όπως το γεγονός ότι το 75% των κρατήσεων πραγματοποιούνται μέσω «άμεσης» επαφής (είτε μέσω διαδικτυακής πλατφόρμας είτε με προσωπική επικοινωνία), έναντι 53% σε μεγαλύτερα ξενοδοχεία, που στηρίζονται σε υψηλότερο βαθμό σε πρακτορεία. Ο μικρός αριθμός εργαζομένων επίσης ευνοεί την παροχή ποιοτικών και πιο προσωποποιημένων υπηρεσιών, που μπορεί να βοηθήσουν και τα μικρότερα ξενοδοχεία να αφουγκράζονται και δυνητικά να ανταποκρίνονται ταχύτερα τις αλλαγές των προτιμήσεων των πελατών τους.
Τα χαρακτηριστικά αυτά, αν αξιοποιηθούν συνδυαστικά με την ένταξη σε τοπικά τουριστικά οικοσυστήματα, μπορούν να οδηγήσουν στη συνολική αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος και την ανάδειξη τοπικών brand name, υποστηρίζει η έρευνα.