Τη μεγαλύτερη τουριστική κρίση στη σύγχρονη ιστορία τους βιώνουν τα νησιά του βορείου Αιγαίου, συνεπεία των υψηλών προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών. Οι ροές που έγιναν ιδιαίτερα έντονες από το καλοκαίρι του 2015, είχαν πολλαπλές επιπτώσεις, ανθρωπιστικές, κοινωνικές, οικονομικές κ.ά.
Στο πλαίσιο αυτό, το Εργαστήριο Τουριστικών Ερευνών και Μελετών του Τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Αιγαίου, πραγματοποίησε μία έρευνα με αντικείμενο την αποτύπωση, με τρόπο οργανωμένο και επιστημονικό, των επιδράσεων του προσφυγικού-μεταναστευτικού ζητήματος, για το 2015 και το 2016, στις ελληνικές ξενοδοχειακές επιχειρήσεις των νησιών, που αποτελούν τις κατεξοχήν πύλες των ροών.
Υπεύθυνοι της έρευνας ήταν ο επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου και διευθυντής του Εργαστηρίου Τουριστικών Ερευνών και Μελετών, δρ Θεόδωρος Σταυρινούδης και ο αντιπρύτανης του Varna University of Management, καθηγητής Stanislav Ivanov. Διεξήχθη με τη χρήση ερωτηματολογίου το οποίο εστάλη με τη βοήθεια των κατά τόπους Ενώσεων ξενοδόχων στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις τεσσάρων νησιών του Αιγαίου (Λέσβος, Χίος, Σάμος και Κως).
Ας σημειωθεί ότι τα νησιά στα οποία πραγματοποιήθηκε η έρευνα, δέχθηκαν ιδιαίτερα μαζικές ροές προσφύγων-μεταναστών, που ξεπέρασαν τις 759.000 το 2015 και τις 156.000 το 2016.
Οι συμμετέχοντες στην έρευνα παρουσίασαν μια ιδιαίτερα αρνητική επιρροή του προσφυγικού- μεταναστευτικού ζητήματος στα λειτουργικά αποτελέσματα των επιχειρήσεών τους. Ενδεικτικά, κατά μέσον όρο το 2015, σε σύγκριση με το 2014, οι διανυκτερεύσεις στα ξενοδοχεία των νησιών μειώθηκαν κατά 18,75%, ο αριθμός των επισκεπτών μειώθηκε σε ποσοστό 22,79%, οι τιμές παρουσίασαν πτώση σε ποσοστό 12,45% και η μέση διάρκεια παραμονής μειώθηκε σχεδόν κατά μία ημέρα. Επίσης, η απασχόληση στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις μειώθηκε κατά 5,26%, ενώ το κόστος λειτουργίας τους αυξήθηκε κατά 5,66%.
Αντίστοιχα, ιδιαίτερα αρνητικές και ανησυχητικές καταγράφηκαν οι προβλέψεις τους για το κλείσιμο των αποτελεσμάτων τους τη διετία 2016 και 2017. Ειδικότερα, η μεσοσταθμική πτώση στις διανυκτερεύσεις εκτιμάται σε ποσοστό 40,63%, η μείωση στον αριθμό των επισκεπτών σε ποσοστό 42,58% και οι απώλειες στα έσοδα σε ποσοστό 35,16%.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι επιπτώσεις δεν ήταν ίδιες σε όλα τα νησιά της έρευνας, αλλά διέφεραν ανάλογα με τις προσφυγικές-μεταναστευτικές ροές, την τουριστική δυναμική κάθε νησιού, αλλά και τα χαρακτηριστικά της τουριστικής του ανάπτυξης (πχ βαθμός εξάρτησης από τον μαζικό τουρισμό). Πέρα όμως και πάνω από αυτά, εξαιτίας του μεγάλου μεγέθους των προσφυγικών-μεταναστευτικών ροών που δέχθηκε το νησί της Λέσβου, οι επιπτώσεις ήταν σαφώς δυσμενέστερες για τις επιχειρήσεις του νησιού, σε σύγκριση με αυτές των υπολοίπων νησιών.
Αρνητική δημοσιότητα
Ιδιαίτερα αρνητική ήταν η επίπτωση του προσφυγικού – μεταναστευτικού ζητήματος στην εικόνα, τόσο των νησιών, όσο, σε μικρότερο βαθμό, και των ίδιων των επιχειρήσεων.
Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις της έρευνας: «Τα νησιά έχουν παραμείνει στο επίκεντρο της διεθνούς δημοσιότητας για πολλούς μήνες και, παρά την προβολή της αλληλεγγύης των κατοίκων, η δημοσιότητα είναι στη συντριπτική της πλειονότητα αρνητική, τείνοντας να μετατρέψει την αντιληπτή τουριστική εικόνα των νησιών από παράδεισους αναψυχής, χαλάρωσης και ηρεμίας σε σύγχρονα κολαστήρια».
«Όλες οι κύριες αγορές αποστολής τουριστών προς τα νησιά επηρεάστηκαν ιδιαίτερα αρνητικά από το προσφυγικό-μεταναστευτικό ζήτημα, παρουσιάζοντας σημαντικές μειώσεις των αφίξεων και, φυσικά, βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες ακυρώσεις. Η μεγαλύτερη αντίδραση καταγράφεται στη γερμανική αγορά, ενώ αρνητική, αλλά ηπιότερη, είναι η αντίδραση της ελληνικής αγοράς».
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας, που παρουσιάσθηκαν σήμερα στη χιώτικη εφημερίδα «Αλήθεια», σε τουριστικό επίπεδο το προσφυγικό- μεταναστευτικό ζήτημα συνιστά προφανώς κρίση και για τον λόγο αυτό απαιτείται η αντιμετώπισή του με όρους διαχείρισης κρίσης.
Πρωτεύοντα ρόλο σε αυτήν τη διαχείριση, όπως επισημαίνεται, έχουν οι τοπικοί φορείς και οι επιχειρήσεις, αλλά σε καμία περίπτωση τα νησιά δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν την παρούσα κατάσταση χωρίς την ανάπτυξη συλλογικών δράσεων και την υποστήριξη της πολιτείας και των φορέων της.
Επίσης, τονίζεται ότι στην παρούσα τουριστική, οικονομική και γεωπολιτική συγκυρία, οι επιπτώσεις που προαναφέρθηκαν δεν περιορίζονται στα εν λόγω νησιά, αλλά διαχέονται στο σύνολο της χώρας, επηρεάζοντας δυσμενώς τόσο τα οικονομικά, όσο και τα τουριστικά της δεδομένα.
Μακροπρόθεσμες επιπτώσεις
Σοβαρότερες χαρακτηρίζει στην έρευνά του το Εργαστήριο Τουριστικών Ερευνών και Μελετών του Τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Αιγαίου, τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις που θα έχουν τα νησιά με υψηλές προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές.
Πέραν, λοιπόν, των άμεσων βραχυπρόθεσμων επιπτώσεων που αποτυπώνονται στα λειτουργικά μεγέθη των επιχειρήσεων, οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις είναι οι σοβαρότερες, καθώς αφορούν τόσο την εικόνα που έχει διαμορφωθεί για τα νησιά και τη χώρα στο μυαλό και στη συνείδηση των δυνητικών, ξένων κυρίως, τουριστών, όσο και στον τρόπο που οι tour operators θα αντιμετωπίζουν τα νησιά ως τουριστικούς προορισμούς και τα ξενοδοχεία τα επόμενα χρόνια, κυρίως κατά την περίοδο των διαπραγματεύσεων για την υπογραφή συμβολαίων.
Οι επιπτώσεις αυτές επιτείνονται από την, έστω με μικρότερο ρυθμό, συνέχιση των ροών και τη μακροχρόνια παραμονή μεγάλου αριθμού προσφύγων- μεταναστών στα νησιά, με τις επιπτώσεις που αυτό έχει για τους ίδιους τους κατοίκους και τις επιχειρήσεις των νησιών και ιδίως την σε τακτά χρονικά διαστήματα αναμόχλευση του ζητήματος.
Ας σημειωθεί, ότι τις δικές του επισημάνσεις για την επίδραση του προσφυγικού και μεταναστευτικού ζητήματος, τόσο στην Ελλάδα, όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κάνει στην τελευταία μελέτη του και το Ινστιτούτο του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων.
Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει το Ινστιτούτο, το προσφυγικό-μεταναστευτικό πρόβλημα περιορίστηκε, αλλά είναι υπαρκτός ο κίνδυνος αναζωπύρωσής του.
Αναλυτικά, αναφέρει ότι το προσφυγικό-μεταναστευτικό πρόβλημα, που φάνηκε στις αρχές του 2016 να αποτελεί μεγάλο κίνδυνο για την Ευρώπη και ιδιαίτερα για την Ελλάδα και την Ιταλία, περιορίστηκε ουσιαστικά στη συνέχεια, έστω και με τη χρήση ανορθόδοξων και εύθραυστων μεθόδων, όπως το κλείσιμο συνόρων των χωρών που συνορεύουν με τις χώρες εισόδου των προσφύγων ή των μεταναστών στην Ευρώπη, η συμφωνία της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Τουρκία κ.ά.
Όμως, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα στην Τουρκία και τη σημαντική αλλαγή πολιτικής της κυβέρνησης της Τουρκίας, οι κίνδυνοι μιας νέας έξαρσης του προσφυγικού-μεταναστευτικού προβλήματος έχουν ξανά αυξηθεί.
Σε κάθε περίπτωση, το πρόβλημα αυτό αποτέλεσε σοβαρό παράγοντα που συνέβαλε στο Brexit και συμβάλλει επίσης στη διατάραξη των σχέσεων μεταξύ των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης των «27», ενώ αυξάνει και την επιρροή σε μεγάλες χώρες, κομμάτων που πολιτεύονται με προγράμματα που θέτουν σε κίνδυνο τη συνοχή της ΕΕ και ακόμη και τη συνέχιση της λειτουργίας της.
Από την άλλη πλευρά, παρά το ότι τα προγράμματα για τη διαχείριση του προσφυγικού προβλήματος εφαρμόζονται με μεγάλες καθυστερήσεις και αθετήσεις υποσχέσεων και υποχρεώσεων από πολλές χώρες-μέλη, η Ευρώπη είναι τώρα πιο προετοιμασμένη, από όσο ήταν το 2015, για να αντιμετωπίσει τόσο το προσφυγικό-μεταναστευτικό πρόβλημα, όσο και τις αποσχιστικές κινήσεις στο εσωτερικό της.