Ανακοίνωση σχετικά με τα κριτήρια διενέργειας των εξετάσεων ανίχνευσης κρουσμάτων κορωνοϊού στα αεροπορικά ταξίδια εξέδωσε η Διεθνής Ένωση Αερομεταφορών (IATA).
Η ανακοίνωση της IATA αναφέρεται στα πρωτόκολλα Takeoff του Διεθνούς Οργανισμού Αερομεταφορών (ICAO), που πρέπει να ακολουθήσουν οι κυβερνήσεις για την επανασύνδεση των ανθρώπων και των οικονομιών τους αεροπορικώς. Τα Takeoff περιγράφουν τα επίπεδα μέτρων για τον μετριασμό του κινδύνου μετάδοσης COVID-19 κατά τη διάρκεια αεροπορικών ταξιδιών και του κινδύνου εισαγωγής COVID-19 μέσω αεροπορικών ταξιδιών.
Εάν οι κυβερνήσεις επιλέξουν να εισαγάγουν τεστ COVID-19 για ταξιδιώτες που φθάνουν από χώρες που θεωρούνται υψηλού κινδύνου, επισημαίνει η IATA, οι έλεγχοι πρέπει να αποφέρουν γρήγορα αποτελέσματα, να εφαρμόζονται σε μεγάλη κλίμακα, και να διασφαλίζουν πολύ υψηλούς ρυθμούς ακρίβειας. Επιπλέον, τα τεστ πρέπει να είναι οικονομικά αποδοτικά και να μην δημιουργούν οικονομικά ή υλικοτεχνικά εμπόδια στο ταξίδι.
«Οι αεροπορικές εταιρίες δεσμεύονται να περιορίσουν τον κίνδυνο της μετάδοσης της πανδημίας μέσω των εναέριων μετακινήσεων, και τα τεστ θα διαδραματίσουν ένα σημαντικό ρόλο», αναφέρει ο Πρόεδρος και CEO της IATA, Alexandre de Juniac. «Αλλά πρέπει να εφαρμοστούν ακολουθώντας τις οδηγίες του ICAO για την επανεκκίνηση με στόχο την πραγματοποίηση των ταξιδιών. Η ταχύτητα, η κλίμακα και η εγκυρότητα είναι τα πιο σημαντικά κριτήρια, έτσι ώστε η εξέταση να ενσωματωθεί αποτελεσματικά στην ταξιδιωτική διαδικασία», προσθέτει.
Αυτό που προκρίνεται από την IATA είναι τα τεστ να πραγματοποιούνται πριν από την άφιξη στο αεροδρόμιο και εντός 24 ωρών από την αναχώρηση. Οι επιβάτες που φθάνουν «έτοιμοι προς πτήση» μειώνουν τον κίνδυνο μετάδοσης στο αεροδρόμιο και επιτρέπουν την γρήγορη ανάληψη δράσεων για κάθε ταξιδιώτη που κρίνεται θετικός.
Εάν η εξέταση είναι απαραίτητη για την ταξιδιωτική διαδικασία, τότε αυτή συνίσταται να πραγματοποιείται κατά την αναχώρηση. Είναι, επίσης, απαραίτητο οι κυβερνήσεις να αναγνωρίζουν από κοινού τα αποτελέσματα των τεστ και η μεταφορά των πληροφοριών θα πρέπει να πραγματοποιείται άμεσα μεταξύ των επιβατών και των κυβερνήσεων με έναν τρόπο που θα είναι παρόμοιος με αυτόν την παροχής e-visa. Επιπλέον, κρίνεται σημαντική η συνεχής επαναξιολόγηση της ανάγκης για εξετάσεις.
H IATA υποστηρίζει τη γνώμη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, η οποία προβλέπει ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να επιβαρύνονται με τα έξοδα της εξέτασης, τα οποία σε μερικά ευρωπαϊκά αεροδρόμια ανέρχονται στα 200 δολάρια, όπου αυτή είναι υποχρεωτική. Εάν η εξέταση είναι εθελοντική, τότε αυτή θα πρέπει να χρεώνεται στην τιμή του κόστους.
Σε περίπτωση που εντοπιστεί κρούσμα πριν την αναχώρηση, οι αεροπορικές εταιρίες παρέχουν ευέλικτες πολιτικές, όπως η αλλαγή της κράτησης και η παροχή αποζημίωσης. Η ίδια πολιτική παρέχεται και σε όσους υποπτεύονται ότι έχουν συμπτώματα του Κορωνοϊού καθώς και στους συνταξιδιώτες τους και τα μέλη του νοικοκυριού τους.
Στο ενδεχόμενο εξέτασης κατά την άφιξη και του εντοπισμού κρούσματος, ο επιβάτης θα λαμβάνει τη φροντίδα που ορίζει το κράτος υποδοχής. Οι αεροπορικές εταιρίες σε αυτή την περίπτωση δεν είναι υποχρεωμένες να πραγματοποιούν πτήσεις επαναπατρισμού και δεν πρέπει να «τιμωρούνται» μέσω προστίμων και επιχειρησιακών ποινών, όπως η ανάκληση της άδειας λειτουργίας στην αγορά.
Διευκρινίζεται, τέλος, από την IATA ότι τα τεστ για τον κορωνοϊό δεν πρέπει να είναι απαραίτητα για το άνοιγμα των συνόρων και την επανεκκίνηση των πτήσεων, μια διαδικασία που έχει ήδη ξεκινήσει.