Οι σύνθετες τουριστικές επενδύσεις στην Ελλάδα, με γήπεδα γκολφ για ευπορότερους πελάτες, συναντούν μεγάλες δυσκολίες αναφέρει σε σημερινό δημοσίευμά της η ηλεκτρονική έκδοση της αμερικανικής εφημερίδας Wall Street Journal.
Το δημοσίευμα, με τίτλο: “Γκολφ στην Ελλάδα: Μια βυζαντινή δοκιμασία”, καταγράφει ως σημαντικά προβλήματα τα μικρά οικόπεδα, την έλλειψης χωροταξικών σχεδίων, τη μεγάλη γραφειοκρατία και τις μακρόχρονες δικαστικές προσφυγές. “Μεγάλο μέρος της Ελλάδας δεν καλύπτεται από χωροταξικό σχέδιο και έτσι οι δασολόγοι χρειάζεται να εντρυφήσουν σε στρατιωτικές αεροφωτογραφίες για να εκτιμήσουν ποιες εκτάσεις μπορούν να αναπτυχθούν.
Στη συνέχεια, επειδή τα οικόπεδα είναι κατά κανόνα μικρά, χρειάζεται κάποιες φορές να αγοράσει ο υποψήφιος επενδυτής περισσότερες από χίλιες εκτάσεις. Μετά από αυτό, χρειάζεται έγκριση από τις διευθύνσεις του Υπουργείου Πολιτισμού – την κλασική, τη βυζαντινή και τη σύγχρονη – καθώς και μία ακόμη έγκριση για την υποθαλάσσια έκταση”, αναφέρει το άρθρο.
Τελικά, συνεχίζει ο συγγραφέας του άρθρου, η Ελλάδα δεν είναι οργανωμένη για την ανάπτυξη σύνθετων τουριστικών θέρετρων – με γήπεδο γκολφ, ξενοδοχεία και βίλες – που θα μπορούσαν να προσελκύσουν πλούσιους τουρίστες.
Και αναφέρει την περίπτωση του κ. Σπύρου Τζοάννου, διευθυντή της εταιρίας Dolphin Capital Partners που ασχολείται με σχετικές επενδύσεις, ο οποίος χρειάστηκε να συγκεντρώσει περίπου 2.000 υπογραφές για ένα τουριστικό σύμπλεγμα στην Πελοπόννησο. “Υπάρχει ένα σύνολο νόμων και ένας ολόκληρος κατάλογος εγκρίσεων που αποθαρρύνουν πολλούς επενδυτές”, λέει ο κ. Τζοάννος, προσθέτοντας ότι “αυτός ο λαβύρινθος δεν αποθαρρύνει μόνο τους επενδυτές, αλλά καταπονεί και τους δημοσίους υπαλλήλους, καθώς συχνά δεν είναι βέβαιο τι πρέπει να γίνει”.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, τα εμπόδια για την ανάπτυξη γηπέδων γκολφ στην Ελλάδα συνδέονται με τα ευρύτερα οικονομικά προβλήματά της, ιδιαίτερα με το γεγονός ότι η Αθήνα δεν μπόρεσε να κεφαλαιοποιήσει το φυσικό περιβάλλον της χώρας για να προσελκύσει κεφάλαια που τα έχει μεγάλη ανάγκη.
Οι ηλιόλουστες ακτές της χώρας, συνεχίζει το δημοσίευμα, είναι ιδανικές για γήπεδα γκολφ, ενώ η αύξηση των συνταξιούχων στη Βόρεια Ευρώπη είναι πιθανό να προκαλέσει μεγαλύτερη μετανάστευση από το Βορρά στο Νότο της Ευρώπης. Η Ελλάδα έχει μόνο 6 πλήρη γήπεδα γκολφ έναντι 300 στην Ισπανία, αναφέρει η εφημερίδα, ενώ τα ειδυλλιακά νησιά της προσελκύουν κυρίως χαμηλού εισοδήματος τουρισμό.
Η εταιρία Dolphin εκτιμά ότι θα αρχίσει να κατασκευάζει το γήπεδο γκολφ στα τέλη του 2011 ή το 2012, επτά χρόνια αφού η εταιρία δημιουργήθηκε για να προωθήσει το συγκεκριμένο και άλλα επενδυτικά σχέδια. Μερικοί, αναφέρει το δημοσίευμα, πιστεύουν ότι η δημοσιονομική κρίση της χώρας έκανε την Κυβέρνηση να αντιληφθεί την ανάγκη για βιομηχανίες που φέρνουν έσοδα. Το κόστος για την κατασκευή ενός γηπέδου γκολφ στην Ελλάδα κυμαίνεται από 10 εκατ. ευρώ έως 20 εκατ. ευρώ.
Τα γήπεδα απασχολούν συνήθως 40 έως 50 άτομα, αλλά η απασχόληση μπορεί να φθάσει και τα 800 άτομα, αν πρόκειται για ένα μεγαλύτερο τουριστικό σύμπλεγμα.
Το πρώτο εμπόδιο στην κατασκευή τους είναι η γη, καθώς δεν υπάρχει κτηματολόγιο για μεγάλο μέρος της χώρας, κάνοντας δύσκολη τη διαπίστωση σε ποιον ανήκουν συγκεκριμένες εκτάσεις. “Είναι δύσκολο να βρεις μεγάλα οικόπεδα που να ανήκουν σε ένα πρόσωπο”, λέει ο κ. Λεωνίδας Τσιμπούρης, γενικός διευθυντής της εταιρίας τουριστικής ανάπτυξης Temes, η οποία εγκαινίασε μετά από αγώνα το έκτο γήπεδο γκολφ στην Ελλάδα στο Κόστα Ναβαρίνο της Πελοποννήσου.
Η εταιρία χρειάστηκε να αγοράσει περισσότερες από 1.300 εκτάσεις για να συγκεντρώσει την έκταση. Η Temes ιδρύθηκε το 1997, αφού η οικογενειακή εταιρία άρχισε να αγοράζει εκτάσεις στην περιοχή της Πελοποννήσου στη δεκαετία του ’80. Ο κ. Τσιμπούρης λέει ότι η εταιρία πρόκειται να ανοίξει δύο νέα γήπεδα γκολφ στο άμεσο μέλλον.
Το δημοσίευμα αναφέρεται και στη δικαστική περιπέτεια της εταιρίας Minoan Group, η οποία προσπάθησε να κατασκευάσει ένα γήπεδο γκολφ από το 1992 και πήρε την κυβερνητική έγκριση πριν από λίγα χρόνια, αλλά στη συνέχεια υπήρξε προσφυγή εναντίον της επένδυσης από ακτιβιστές που υποστήριξαν ότι θα καταστραφεί το περιβάλλον. Η υπόθεση βρίσκεται εδώ και δυόμισι χρόνια στα δικαστήρια.