Το ΙΝΣΕΤΕ παρουσίασε τη νέα μελέτη του με τίτλο «H Μέση κατά Κεφαλή Δαπάνη των εισερχόμενων τουριστών στην Ελλάδα και την Ισπανία το 2018 και το 2019».
Στη μελέτη εξετάζεται η Μέση Κατά Κεφαλή δαπάνη (ΜΚΔ) των τουριστών που επισκέπτονται την Ελλάδα και την Ισπανία, η οποία αποτελεί παγκόσμια δύναμη στον τουρισμό και τον κύριο ανταγωνιστή της Ελλάδας, τόσο ως προς τη συνολική δαπάνη, όσο και ως προς το μέρος της που καταλήγει στην κάθε χώρα – προορισμό.
Με βάση τα εξεταζόμενα στοιχεία το βασικό συμπέρασμα της νέας μελέτης είναι ότι δεν είναι δυνατή η σύγκριση των δημοσιευμένων στοιχείων για τη Μέση κατά Κεφαλή Δαπάνη στις δύο χώρες (1.102 ευρώ για την Ισπανία και 564 ευρώ για την Ελλάδα για το 2019 και 1.084 και 520 αντίστοιχα για το 2018), αφού τα μετρούμενα μεγέθη υπολογίζονται με διαφορετική μεθοδολογία.
Οι κύριες διαφοροποιήσεις είναι ότι στην Ελλάδα μετριέται μόνο το μέρος της δαπάνης που παραμένει στη χώρα, μη περιλαμβανομένου του κόστους του αεροπορικού ή ακτοπλοϊκού εισιτηρίου, ακόμα και αν η αεροπορική ή ακτοπλοϊκή εταιρεία είναι ελληνική. Επίσης, στα στοιχεία περιλαμβάνονται οι επισκέπτες χωρίς διανυκτέρευση και οι cross border workers. Αντίθετα, στην Ισπανία μετριέται το σύνολο της δαπάνης των τουριστών, ανεξάρτητα αν εισπράχθηκε από την χώρα ή τρίτους εκτός αυτής (π.χ. αεροπορικό εισιτήριο, προμήθεια ενδιάμεσων κλπ.) και η μέτρηση αφορά μόνο σε τουρίστες με τουλάχιστον μια διανυκτέρευση.
Προσαρμόζοντας τα δύο μεγέθη ώστε να αποτυπώνεται μόνο η δαπάνη που έγινε στην κάθε χώρα (εξαιρουμένου του κόστους μετάβασης) και μόνο για τουρίστες με τουλάχιστον μία διανυκτέρευση, η διαφορά μεταξύ της μέσης δαπάνης στην Ελλάδα και στην Ισπανία περιορίζεται σε 54 ευρώ το 2018 (από 564 ευρώ βάσει δημοσιευμένων στοιχείων) και σε εννέα ευρώ το 2019 (από 538 ευρώ).
Μέρος αυτής της διαφοράς οφείλεται στο ότι οι δύο χώρες δέχονται τουρίστες από διαφορετικές αγορές και, συγκεκριμένα, η Ελλάδα δέχεται μεγάλο αριθμό τουριστών από τις όμορες Βαλκανικές χώρες. Οι τουρίστες αυτοί έχουν χαμηλότερη μέση δαπάνη και ως εκ τούτου ωθούν το συνολικό μέσο όρο της μέσης δαπάνης προς χαμηλότερα επίπεδα.