To 2022 αποτέλεσε το τρίτο έτος στη σειρά που η ελληνική οικονομία κατέγραψε υψηλό έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο, δηλαδή που πλήρωσε (€132,9 δισ. σε τρέχουσες τιμές) περισσότερα κεφάλαια από όσα εισέπραξε (€112,7 δισ.) στο πλαίσιο των συναλλαγών της με χώρες του εξωτερικού, κυρίως για αγοραπωλησίες αγαθών και υπηρεσιών, τονίζουν οι οικονομικοί αναλυτές της Eurobank, στο εβδομαδιαίο δελτίο της τράπεζας “7 Ημέρες Οικονομία”.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ), το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (ΙΤΣ) διευρύνθηκε στα €20,1 δισεκ. σε τρέχουσες τιμές από €12,3 δισεκ. το 2021. Χρησιμοποιώντας για τον ονομαστικό ρυθμό μεγέθυνσης του 2022 την εκτίμηση στην εισηγητική έκθεση προϋπολογισμού 2023 (+15,7%), το έλλειμμα του ΙΤΣ ανήλθε στο 9,6% του ΑΕΠ (η υψηλότερη τιμή των τελευταίων 12 ετών) από 6,8% το 2021 και 6,6% το 2020. Όπως παρουσιάζεται στο Σχήμα 1, η αύξηση του ελλείμματος του εξωτερικού ισοζυγίου το 2022 αποτυπώνεται στη διεύρυνση του ελλείμματος των αγαθών κατά €12,3 δισεκ., αποτέλεσμα το οποίο αντισταθμίστηκε εν μέρει από την αύξηση του πλεονάσματος των υπηρεσιών κατά €6,6 δισεκ.
Το 59,2% της διεύρυνσης του ελλείμματος των αγαθών προήλθε από την κατηγορία των καυσίμων και το 38,6% από την κατηγορία των αγαθών χωρίς καύσιμα και πλοία. Στις υπηρεσίες κυρίαρχος ήταν ο ρόλος του ταξιδιωτικού ισοζυγίου, συνεισφέροντας το 96,0% της αύξησης του πλεονάσματος των υπηρεσιών. Στα Σχήματα 2Α, 2Β, 2Γ και 2Δ παρουσιάζουμε τις εισπράξεις, τις πληρωμές και τα ισοζύγια για όλες τις κατηγορίες αγαθών, υπηρεσιών, πρωτογενών και δευτερογενών εισοδημάτων τη διετία 2021-2022.
Όπως έχουμε αναφέρει σε προηγούμενα τεύχη του δελτίου 7 Ημέρες Οικονομία, η αύξηση του ελλείμματος του εξωτερικού ισοζυγίου τα 3 τελευταία χρόνια είναι αποτέλεσμα ενός συνδυασμού διαταραχών και δομικών χαρακτηριστικών της ελληνικής οικονομίας. Οι κυρίαρχες διαταραχές (παράγοντες που δεν ελέγχονται από τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις), ήταν η πανδημία, η άνοδος των τιμών ενέργειας, η δημοσιονομική και η νομισματική επέκταση. Σε ό,τι αφορά τα δομικά χαρακτηριστικά, βασικό ρόλο στη δημιουργία ελλειμμάτων στο εξωτερικό ισοζύγιο κατέχει η υψηλή ροπή προς κατανάλωση, κάτι που συνεπάγεται χαμηλή ροπή προς αποταμίευση.
Η πανδημία έπληξε τις εξαγωγές υπηρεσιών (χρειάστηκε να περάσουν δύο χρόνια έτσι ώστε οι τουριστικές εισπράξεις να προσεγγίσουν τα αντίστοιχα επίπεδα του 2019, έστω και σε ονομαστικούς όρους) ενώ ο συνδυασμός υψηλής εγχώριας ζήτησης (από το 2021), υποβοηθούμενης σε έναν βαθμό από τη δημοσιονομική και τη νομισματική επέκταση, και υψηλών τιμών εισαγόμενων προϊόντων, αναγκαίων για τη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας όπως η ενέργεια και οι πρώτες ύλες, οδήγησαν σε πολύ μεγάλη αύξηση της αξίας των εισαγωγών. Ως εκ τούτου, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διευρύνθηκε. Εκεί αποτυπώνεται και ένα μέρος του κόστους της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης, δηλαδή στην αύξηση των καθαρών υποχρεώσεων προς το εξωτερικό. Στον βαθμό που το εξωτερικό έλλειμμα διατηρηθεί για βραχύ χρονικό διάστημα και χρηματοδοτήσει κυρίως επενδύσεις παγίων σε εξωστρεφείς κλάδους και σε μικρότερο βαθμό δαπάνες κατανάλωσης, το βάρος των προαναφερθεισών υποχρεώσεων στο μέλλον δύναται να είναι ελαφρύτερο, καταλήγουν οι αναλυτές της Eurobank.