Ανάπτυξη 0,5% του ΑΕΠ το 2014 επισημαίνει σε έκθεσή της η Τράπεζα της Ελλάδος.
Όπως σημειώνεται, όμως, αν διατηρηθεί το σημερινό momentum μπορεί η εικόνα να είναι καλύτερη. Η έκθεση επαναλαμβάνει ότι δεν υπάρχει περιθώριο για εφησυχασμό. Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να συνεχιστούν με αποφασιστικότητα ώστε να εξασφαλίσουν την ανάκαμψη.
Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι οι εξελίξεις των τελευταίων μηνών ενισχύουν την εμπιστοσύνη και βελτιώνουν το κλίμα. Τονίζει όμως ότι η ανάκαμψη της οικονομίας απαιτεί συνέχιση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας. Όπως αναφέρεται, «τα προγράμματα σταθεροποίησης των τελευταίων ετών επέτρεψαν την ουσιαστική βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών, είχαν όμως δυσμενείς επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία. Οι επιπτώσεις αυτές θα ήταν ασφαλώς λιγότερο επιζήμιες αν δεν είχε καταρρεύσει η εμπιστοσύνη στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Σήμερα η κατάσταση έχει αρχίσει να αντιστρέφεται: η εμπιστοσύνη αποκαθίσταται και το κλίμα βελτιώνεται. Σε αυτό συμβάλλουν και οι διεθνείς αγορές όπου επικρατεί σχετική αισιοδοξία, όπως αντανακλάται στη διάθεση ανάληψης κινδύνων, ιδιαίτερα ως προς τις επενδύσεις στις χώρες της περιφέρειας της ευρωζώνης. Αν διατηρηθεί αυτή η δυναμική, είναι πιθανόν οι μακροοικονομικές επιδόσεις να υπερβούν τις σημερινές προβλέψεις και η βελτίωση των πραγματικών μεγεθών να είναι ταχύτερη. Η πορεία όμως αυτή δεν είναι δεδομένη και θα μπορούσε να διαταραχθεί. Οποιαδήποτε οπισθοδρόμηση ή ανατροπή της ακολουθούμενης πολιτικής θα οδηγούσε σε νέο αποκλεισμό από τις αγορές και θα επανέφερε τη χώρα σε περίοδο οικονομικής αστάθειας. Ο κίνδυνος αυτός δεν πρέπει να υποτιμάται, καθώς η επάνοδος της χώρας στις διεθνείς αγορές αντανακλά κυρίως το γεγονός ότι οι αγορές προεξοφλούν τη συνέχιση της δημοσιονομικής και μεταρρυθμιστικής προσπάθειας. Για να αποτραπούν οι κίνδυνοι, η αναδιάρθρωση της οικονομίας και οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να συνεχιστούν με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα σε όλους τους τομείς. Η οικονομική πολιτική πρέπει τώρα να πείσει ότι δεν εφησυχάζει και δεν οπισθοδρομεί, αλλά είναι έτοιμη να βαδίσει έως το τέλος του δρόμου: στη δημιουργία μιας δυναμικής και εξωστρεφούς οικονομίας».
Σύμφωνα με την ΤτΕ η βελτίωση των επιχειρηματικών προσδοκιών και του κλίματος εμπιστοσύνης ενισχύει τις προοπτικές ανάκαμψης των επενδύσεων καθώς: (α) οι επιχειρήσεις αποκτούν πρόσβαση σε εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης, όπως η έκδοση εταιρικών ομολόγων, (β) η απορρόφηση των κοινοτικών πόρων έχει αυξηθεί και (γ) η δημιουργία του Ελληνικού Επενδυτικού Ταμείου θα λειτουργήσει θετικά στην προσέλκυση ξένων κεφαλαίων.
Ο δεύτερος παράγοντας που προβλέπεται ότι θα συμβάλει θετικά στην ανάπτυξη είναι η αύξηση των εξαγωγών. Όπως αναλύεται στην έκθεση, η στενή συσχέτιση εξαγωγικών επιδόσεων και ανταγωνιστικότητας κόστους που ίσχυε στο παρελθόν διακόπηκε απότομα μετά το 2009, κυρίως εξαιτίας της αυξημένης αβεβαιότητας σχετικά με τις προοπτικές της χώρας και της στενότητας στη χρηματοδότηση των εξαγωγικών επιχειρήσεων. Παράλληλα, θετικές προοπτικές διαμορφώνονται για τον κλάδο του τουρισμού αλλά και για τη ναυτιλία.
Τι πρέπει να γίνει
Η Τράπεζα της Ελλάδος ζητά:
1. Ανασυγκρότηση του δημόσιου τομέα. Έως τώρα έχει πραγματοποιηθεί πρόοδος όσον αφορά τη μείωση του μεγέθους και τον εξορθολογισμό του δημόσιου τομέα. Υπάρχουν ωστόσο τομείς στους οποίους έχουν σημειωθεί καθυστερήσεις και κενά που πρέπει σύντομα να καλυφθούν, για να δημιουργηθεί ένα σύγχρονο κράτος που θα παρέχει υπηρεσίες υψηλής ποιότητας στους πολίτες και δεν θα φέρνει εμπόδια στην επιχειρηματική δραστηριότητα.
2. Συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής και τα επόμενα χρόνια. Έτσι θα διασφαλιστούν η πτωτική πορεία του δημόσιου χρέους και η διατηρήσιμη πρόσβαση της χώρας στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων. Η δημοσιονομική προσπάθεια την επόμενη πενταετία θα πρέπει να βασιστεί κατά κύριο λόγο στον εξορθολογισμό των δαπανών και στη βελτίωση της φορολογικής διοίκησης. Επιπλέον, η καλύτερη του αναμενομένου πορεία της δημοσιονομικής προσαρμογής το 2013 ανοίγει το δρόμο και για την υλοποίηση των αποφάσεων του Eurogroup του Νοεμβρίου 2012 ως προς τη διευθέτηση του θέματος του δημόσιου χρέους. Η δέσμευση αυτή των Ευρωπαίων εταίρων επαναδιατυπώθηκε στο ανακοινωθέν του Eurogroup της 5ης Μαΐου 2014.
3. Αναπροσανατολισμός του παραγωγικού προτύπου που θα εξασφαλίσει μακροχρόνια ταχεία και βιώσιμη ανάπτυξη. Μετά από έξι χρόνια βαθιάς ύφεσης η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε διαδικασία μετάβασης προς ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο. Προκειμένου να επιτευχθεί ομαλά η μετάβαση της οικονομίας σε αυτό το νέο πρότυπο ανάπτυξης, θα πρέπει η οικονομική πολιτική να διαμορφώσει προϋποθέσεις που θα ευνοούν την αναδιάρθρωση της οικονομίας από την πλευρά της προσφοράς. Αυτό απαιτεί την επιτάχυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, προκειμένου να διασφαλιστεί η εύρυθμη και ανταγωνιστική λειτουργία των αγορών προϊόντων, εργασίας και κεφαλαίων. Για την ανάκαμψη των επενδύσεων είναι απαραίτητη επίσης η δημιουργία ενός επιχειρηματικού περιβάλλοντος με χαμηλό γραφειοκρατικό κόστος για τις επιχειρήσεις, αποτελεσματικό δημόσιο τομέα και σταθερό φορολογικό πλαίσιο με σαφή προσανατολισμό στη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων.
Οι αγορές επιβεβαίωσαν την αξιοπιστία των stress tests
Η ΤτΕ σηκώνει το γάντι στις αιχμές που διατυπώνει το ΔΝΤ για τα stress tests τονίζοντας ότι «η αξιοπιστία της άσκησης και η εμπιστοσύνη των αγορών στις προοπτικές των ελληνικών τραπεζών τεκμαίρονται από την επιτυχία των αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου συνολικού ύψους 8,3 δισ. ευρώ που διενήργησαν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες μέσα σε χρονικό διάστημα δύο μηνών, προσελκύοντας το ενδιαφέρον διεθνών επενδυτών».
Η πρόκληση της αποτελεσματικής διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων
Για τις τράπεζες επαναλαμβάνει ότι «καλούνται βελτιστοποιήσουν τη διαχείριση των προβληματικών στοιχείων ενεργητικού, ώστε αφενός να ελαφρυνθούν οι συνεργάσιμοι δανειολήπτες που δυσκολεύονται προσωρινά να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους και αφετέρου να ανακτηθούν σε μακροπρόθεσμη βάση κεφάλαια των τραπεζών που βρίσκονται δεσμευμένα σε προβληματικά δάνεια».
Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά «οι τράπεζες οφείλουν τώρα να συμβάλουν στην ανασυγκρότηση του ιδιωτικού επιχειρηματικού τομέα και στην εμπέδωση του νέου προτύπου οικονομικής ανάπτυξης. Οφείλουν δηλαδή να αναλάβουν πρωτοβουλίες που θα στοχεύουν στην ενίσχυση των πραγματικά βιώσιμων επιχειρήσεων, νέων και παλαιών, στην ενθάρρυνση των επιχειρηματικών συμπράξεων και στην υποστήριξη πρωτοβουλιών προς την κατεύθυνση γενναίων κλαδικών αναδιαρθρώσεων».