Οι πολιτικές εξελίξεις επηρεάζουν τους κεντρικούς τραπεζίτες

Χωρίς εκπλήξεις η συνεδρίαση των μελών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στα λίγο ως πολύ αναμενόμενα και προεξοφλημένα στις αγορές, οι δηλώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ. Μάλιστα, η Γαλλίδα επικεφαλής της ΕΚΤ θα πρέπει στη Φρανκφούρτη να συνεκτιμούσε τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα της, καθώς ο διορισμός του κεντροδεξιού Μισέλ Μπαρνιέ ξανά «έβγαλε» τους συμπατριώτες της στους δρόμους.

Προφανώς και τα νεότερα από τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης έχουν τη βαρύτητά τους, καθώς η αγορά ομολόγων ξεπερνάει τα 2,8 τρισ. με πάνω από το 50% να είναι στα χέρια ξένων επενδυτών, καθιστώντας την εξαιρετικά ευάλωτη στον ενδεχόμενο κίνδυνο «επίθεσης» από τους «γύπες», τα λεγόμενα vulture funds. Κοινή εκτίμηση πως η επικεφαλής της ΕΚΤ ήταν μπροστά σε ένα μεγάλο δίλημμα, αφενός να μειώσει τα επιτόκια, «φωτογραφίζοντας» επιθετικότερη τακτικά στη συνέχεια, αφετέρου να προσαρμόσει τα κόστη/ποσότητα χρήματος, έτσι ώστε οικονομίες μεγέθους της γαλλικής να μπορέσουν να αντέξουν στην πίεση αυστηρότερης δημοσιονομικής πολιτικής από τον Ιανουάριο 2025.

Παρότι δεν επιβεβαιώνεται, αλλά ούτε και διαψεύδεται, Κριστίν Λαγκάρντ και Γερτρούδη Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δεν έχουν συνεξετάσει το διττό πρόβλημα της ευρωπαϊκής οικονομίας/επιχειρηματικότητας, τουλάχιστον από την επανεκλογή της Γερμανίδας στην Κομισιόν. Θεωρητικά θα έπρεπε οι δύο επικεφαλής τόσο σημαντικών κεντρικών ευρωπαϊκών οργάνων να έχουν ενεργό «κόκκινο τηλέφωνο», κοινές ομάδες συνεξέτασης των όσων αντιμετωπίζει η Ευρώπη, κυρίως όμως όσων έπονται. Με αδιέξοδη την κατάσταση στα ανοιχτά πολεμικά μέτωπα (Ουκρανία, Γάζα), με το κόστος μεταφοράς σταθερά ακριβό -λόγω της συνεχιζόμενης ρευστότητας στην Ερυθρά Θάλασσα-, με την πολιτική αβεβαιότητα κυρίαρχη στη Γερμανία και με τις ΗΠΑ στον δρόμο προς τις κάλπες της 5ης Νοεμβρίου, ελάχιστα είναι αυτά που προοιωνίζονται άμβλυνση των προβλημάτων.

ΔΥΣΟΙΩΝΕΣ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ

Με δημόσιο χρέος στο 120% του ΑΕΠ, με δημόσιο έλλειμμα στο 5% plus, με επιτόκια δανεισμού του κράτους κοντά στο 3% (2,889% τελευταία τιμή) και με ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού συστήματος και χιλιάδες κόσμου στους δρόμους του Παρισιού (και δεκάδων άλλων πόλεων), η Γαλλία ήταν στο μυαλό της επικεφαλής της ΕΚΤ το προηγούμενο διήμερο. Και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, καθώς το μέγεθος της οικονομίας, συνδυαστικά με τη σύνθεση του χρέους (και των κατόχων του), επιβάλλει εγρήγορση στο μέγιστο. Ωστόσο, εύλογο το ερώτημα από χθες -αμέσως με τη λήξη της ομιλίας της Κριστίν Λαγκάρντ- εάν η μείωση επιτοκίων από μόνη της αρκεί. Οι εκτιμήσεις-απαντήσεις που δίνονται αυτές τις ώρες δεν είναι ευοίωνες.

Ερώτημα τα περιθώρια ευελιξίας της ΕΚΤ για την ευρωπαϊκή οικονομία

Η τακτική μείωσης επιτοκίων έχει προεξοφληθεί, το θέμα των αγορών ήταν και παραμένει στην ένταση, στη συγκυρία, στη χρονική διάρκεια. Εξαρχής το θέμα δεν ήταν εάν θα μειωθούν αλλά πόσο και σε τι βάθος χρόνου. Θα μπορούσε να κάνει κάτι διαφορετικό η Γαλλίδα; Οικονομολόγοι έχουν ορισμένες απαντήσεις, λ.χ. η ΕΚΤ να χαλαρώσει τόσο όσο την ποσοτική σύσφιξη, η Φρανκφούρτη να πιέσει τις Βρυξέλλες για πιο ήπια δημοσιονομική προσαρμογή, να εφαρμοστούν προτάσεις παραγόντων με γνώση του θέματος, λ.χ. η έκθεση της ομάδας Ντράγκι για ενιαία αμυντική βιομηχανία, η επίσπευση προγραμμάτων για αξιοποίηση κρίσιμων υλών, υλοποίηση αντί-IRA πρακτικών από την Ευρώπη κ.ά.

Τι είπε ο πρώην επικεφαλής της ΕΚΤ, πρώην πρωθυπουργός της Ιταλικής Δημοκρατίας σε περίοδο-φωτιά (13/2/2021- 22/10/2022): «…Με την επιστροφή του πολέμου στην άμεση γειτονιά της Ε.Ε., την εμφάνιση νέου τύπου υβριδικών απειλών και μια πιθανή μετατόπιση της γεωγραφικής εστίασης και των αμυντικών αναγκών των Ηνωμένων Πολιτειών, η ΕΕ. θα πρέπει να αναλάβει αυξανόμενη ευθύνη για τη δική της άμυνα και ασφάλεια…», ήταν σαφής και σταθερός στην άποψη πως η Ευρώπη πρέπει να πάρει την κατάσταση στα χέρια της και να μην εξαρτάται αποκλειστικά από τις ΗΠΑ. Συγκεκριμένα, αρχές Σεπτεμβρίου, σε προσχέδιο της έκθεσής του προς την Κομισιόν για τη βιομηχανία και την ανταγωνιστικότητα στην Ευρώπη, ο Ιταλός εστίασε στη σημασία οι ευρωπαϊκές αμυντικές εταιρίες να έχουν τη μέγιστη δυνατή πρόσβαση σε χρηματοδότηση από ευρωπαϊκά κονδύλια.

ΜΗΔΕΝΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Αυτά σε μία συγκυρία που στο Βερολίνο η τρικομματική κυβέρνηση δέχεται το ένα μετά το άλλο τα χτυπήματα από τις εκλογές σε κρατίδια (Θουριγγία, Σαξονία), επίκειται σχετική διαδικασία (Βραδεμβούργο), στο SPD πληθαίνουν οι φωνές για παραίτηση του Ολαφ Σολτς (κάν’ το όπως ο Τζο Μπάιντεν, το μότο πολλών μελών), έναν χρόνο πριν από τις ομοσπονδιακές εκλογές (28 Σεπτεμβρίου 2025). Ηδη στο σχέδιο προϋπολογισμού 2025 δεν προβλέπεται επιπλέον βοήθεια πέραν των 4 δισ. για την υποστήριξη της Ουκρανίας, «μαύρες τρύπες» παραμένουν ανοιχτές, οι κοινωνικές δαπάνες βαίνουν μειούμενες, η αυτοκινητοβιομηχανία σε vertigo. Δεν είναι τυχαίο πως το τελευταίο 10ήμερο η διοίκηση της VW προέβη σε προειδοποίηση για ενδεχόμενο κίνδυνο αναστολής λειτουργίας μονάδων του ομίλου στη Γερμανία (τεράστιο το «χτύπημα» και σημειολογικά…), το ίδιο το Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών -το εμβληματικό Institut für Wirtschaftsforschung του Μονάχου- υποβάθμισε τις εκτιμήσεις του για την προοπτική της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης. Ειδικότερα, το Ifo αναμένει για φέτος μηδενική ανάπτυξη (έναντι προηγούμενης εκτίμησης για 0,4%), ο δε επικεφαλής προβλέψεων Τίμο Βολμερσχόιζερ ήταν δυσοίωνος και για το 2025, χαμηλώνοντας σε 0,9% από 1,5% την εκτίμηση.

Στη σημερινή ανακοίνωσή του το Ινστιτούτο «διορθώνει» επίσης την πρόβλεψή του για το 2025, από 1,5% σε 0,9%: «…Η γερμανική οικονομία έχει κολλήσει και μαραζώνει στην ύφεση». Το πρόβλημα, όπως φάνηκε και στη συνεδρίαση της ΕΚΤ, είναι η απουσία εργαλείων αποτελεσματικής διαχείρισης ενόσω η κατάσταση δεν βελτιώνεται σε σχεδόν κανένα από τα ανοιχτά μέτωπα που έχει η Ευρώπη. Πολύ δε περισσότερο που η παράμετρος ΗΠΑ είναι τόσο ρευστή, με τον επικεφαλής της Fed να διαδραματίζει διακριτά -έμμεσο έστω- πολιτικό ρόλο στις εξελίξεις εν όψει των εκλογών του Νοεμβρίου. Στάση του Τζερόμ Πάουελ, που σύμφωνα με Αμερικανούς αναλυτές, θα αποτυπωθεί στις δηλώσεις του μετά την ολοκλήρωση της συνεδρίασης της Fed, στις 18 Σεπτεμβρίου.
Με ζητούμενο σε ό,τι μας αφορά, ως ευρωπαϊκή οικονομία και Ελλάδα, τα όποια περιθώρια ευελιξίας θα έχει για την ευρωπαϊκή οικονομία η ΕΚΤ στις συνεδριάσεις της 17ης Οκτωβρίου και 12ης Δεκεμβρίου.

Μ.ΓΕΛ.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (ΦΥΛΛΟ 13/09/2024)

- Διαφήμιση -

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ