Από την προηγούμενη εβδομάδα οι τέσσερις συστημικές τράπεζες βρίσκονται υπό ενδελεχή έλεγχο, προκειμένου να καθοριστεί το ύψος των κεφαλαιακών τους αναγκών.
Οι σύμβουλοι που έχουν επιλεγεί θα έχουν πρόσβαση στους φακέλους πάνω από 4.000 επιχειρήσεων και περίπου 2.000 στεγαστικών δανείων, ώστε να εξεταστεί το δανειακό χαρτοφυλάκιο της κάθε τράπεζας.
Σύμφωνα με την Καθημερινή, οι επόπτες θα τρέξουν σχεδόν παράλληλα τόσο την αξιολόγηση του δανειακού χαρτοφυλακίου όσο και τα stress tests, με στόχο τα αποτελέσματα να έχουν εξαχθεί το αργότερο έως τα τέλη Οκτωβρίου και η ανακεφαλαιοποίηση να έχει ολοκληρωθεί αυστηρά πριν από τα τέλη του χρόνου. Στόχος να αποφευχθεί η εφαρμογή της Οδηγίας για το bail in, δηλαδή το «κούρεμα» μετόχων, ομολογιούχων και εντέλει καταθετών άνω των 100.000 ευρώ που θα ισχύσει από την Πρωτοχρονιά.
Όπως αναφέρει η εφημερίδα, σύμφωνα με το ασφυκτικό χρονοδιάγραμμα, ο έλεγχος του δανειακού χαρτοφυλακίου με τα στοιχεία που αναφέρονται στις 30 Ιουνίου θα τρέξει παράλληλα με τα stress tests. Τα πρώτα στοιχεία από τα stress tests θα ξεκινήσουν να αντλούνται ακόμα και μέσα στον Δεκαπενταύγουστο. Ο χρόνος που απομένει στη συνέχεια θεωρείται επαρκής, με δεδομένο ότι η απαρτία που απαιτείται για την έγκριση της αύξησης μπορεί να εξασφαλιστεί σχετικά εύκολα, τουλάχιστον για τις τράπεζες στις οποίες το Δημόσιο ελέγχει μεγάλα ποσοστά. Πιο δύσκολο σκέλος θεωρείται ο καθορισμός των όρων της ανακεφαλαιοποίησης που θα κρίνουν τη συμμετοχή ιδιωτών.
Στα επιτελεία των τραπεζών διατυπώνεται έντονη η αγωνία ότι οι τελικές ανάγκες να ενδέχεται προσδιοριστούν πάνω από τα 10-15 δισ. ευρώ, που εκτιμάται σήμερα, με κάποιες ευρωπαϊκές πηγές να κάνουν λόγο ακόμα και για 25 δισ. Το τελικό ύψος θα εξαρτηθεί, πάντως, σε μεγάλο βαθμό, από την ύφεση της οικονομίας και το ύψος της ανεργίας.
Στο μικροσκόπιο του ελέγχου για την ποιότητα του χαρτοφυλακίου (Asset Quality Review) μπαίνουν τα επιχειρηματικά δάνεια, που θα αξιολογηθούν μέσα από ένα δείγμα περίπου 1.000 δανείων ανά τράπεζα. Αντίστοιχα, θα εξεταστεί και δείγμα των στεγαστικών δανείων –περίπου 500 ανά τράπεζα– προκειμένου να αξιολογηθεί η επάρκεια των προβλέψεων που έχουν πάρει οι τράπεζες.