Σωστή επιλογή χαρακτήρισε την πώληση της Finansbank ο διευθύνων σύμβουλος της τράπεζας Λεωνίδας Φραγκιαδάκης.
Η επιτυχία μιας επένδυσης κρίνεται από όλες τις φάσεις της: την εξαγορά, τη διακράτηση και την έξοδο. Αυτό είπε νωρίτερα στην έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων της Εθνικής Τράπεζας που συγκαλείται για την έγκριση της πώλησης της Finansbank, ο κ. Φραγκιαδάκης.
«Η απόκτηση της Finansbank εδραίωσε τον όμιλο της Εθνικής Τράπεζας στα Βαλκάνια, η περίοδος διακράτησής της συνέβαλε στην ισχυρή κερδοφορία του ομίλου, ενώ η απόφαση για την πώλησή της καθιστά την Εθνική την ισχυρότερη τράπεζα σε κεφάλαια και ρευστότητα στην ελληνική αγορά με τον υψηλότερο δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας (στο 19,6% και 24,6% συμπεριλαμβανομένων των CoCos) και σημαντικές δυνατότητες για το μέλλον», είπε.
Η πώληση της Finasbank, που αναμένεται να ολοκληρωθεί εντός του α’ εξαμήνου του 2016 γίνεται, σύμφωνα με τον κ. Φραγκιαδάκη, με τίμημα υψηλότερο από τους μέσους δείκτες της τουρκικής αγοράς, ενώ η επιτυχία της πώλησης κρίνεται και από την εναλλακτική χρήση των κεφαλαίων που είχαν επενδυθεί στην Finansbank.
«Η Εθνική Τράπεζα που αγόρασε την Finansbank είναι άλλη τράπεζα από αυτήν που πουλά την Finansbank», είπε ο κ. Φραγκιαδάκης, τονίζοντας ότι τώρα που η χώρα έχει ανάγκη από ρευστότητα, είναι προτιμότερο τα κεφάλαια από την Finansbank να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση της οικονομίας και την έξοδο από την ύφεση.
Όπως είπε ο κ. Φραγκιαδάκης, η πώληση της Finansbank αποτελεί και δέσμευση της Εθνικής στο πλαίσιο του πλάνου αναδιάρθρωσης. Μέσω αυτής, πέραν της χρηματοδότησης της οικονομίας, θα καταστεί εφικτή η άμεση αποπληρωμή των CoCos, κάτι που θα ωφελήσει άμεσα την τράπεζα με πάνω από 150 εκατ. ευρώ ετησίως. Επίσης, θα διευκολυνθεί η αποπληρωμή των υψηλού κόστους του Πυλώνα ΙΙ και η μείωση από την εξάρτηση του ELA, με όφελος άνω των 100 εκατ. ευρώ ετησίως.
Ο κ. Φραγκιαδάκης αναφέρθηκε και στον στόχο δραστικής αντιμετώπισης των χαρτοφυλακίων σε καθυστέρηση με ρυθμίσεις για τους πελάτες που θέλουν να πληρώσουν αλλά δεν μπορούν, στην αύξηση των εσόδων και στη μείωση του κόστους με περαιτέρω επενδύσεις στην τεχνολογία και βεβαίως στη διοχέτευση πόρων σε νεοφυείς επιχειρήσεις.